Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 3 ΜΑΡΤΙΟΥ

alt


Κυριακή του Ασώτου - (Λουκ. ιε´ 11-32)


Είπε ο Κύριος τήν παραβολή• κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιούς. ῾Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στόν πατέρα του• “πατέρα, δώσε μου τό μερίδιο τής περιουσίας πού μού αναλογεί”• κι εκείνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. ῞Υστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος  γιός τά μάζεψε όλα κι έφυγε σέ χώρα μακρινή. ᾿Εκεί σκόρπισε τήν περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή.


῞Οταν τά ξόδεψε όλα, έτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα εκείνη, καί άρχισε κι αυτός νά στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σέ έναν από τούς πολίτες εκείνης τής χώρας, ο οποίος τόν έστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. ῎Εφτασε στό σημείο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δέν τού έδινε.


Τελικά συνήλθε καί είπε• “πόσοι εργάτες τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω τής πείνας! Θά σηκωθώ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τού πώ• πατέρα, αμάρτησα στόν Θεό καί σ’ εσένα• δέν είμαι άξιος πιά νά λέγομαι γιός σου• κάνε με σάν έναν από τούς εργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.


Απόδοση στη νεοελληνική:

᾿Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τόν είδε ο πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τόν αγκάλιασε σφιχτά καί τόν καταφιλούσε. Τότε ο γιός του τού είπε• “πατέρα, αμάρτησα στόν Θεό καί σ’ εσένα καί δέν αξίζω νά λέγομαι παιδί σου”.


῾Ο πατέρας όμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε• “βγάλτε γρήγορα τήν καλύτερη στολή καί ντύστε τον• φορέστε του δαχτυλίδι στό χέρι καί δώστε του υποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φάμε καί νά ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός καί αναστήθηκε, ήταν χαμένος καί βρέθηκε”. ῎Ετσι άρχισαν νά ευφραίνονται.


῾Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι• καί καθώς ερχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, άκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τούς υπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. ᾿Εκείνος τού είπε• “γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τού ήρθε πίσω γερός”. Αυτός τότε θύμωσε καί δέν ήθελε νά μπεί μέσα.


῾Ο πατέρας του βγήκε καί τόν παρακαλούσε, εκείνος όμως τού αποκρίθηκε• “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά εντολή σου• κι όμως σ’ εμένα δέν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι γιά νά ευφρανθώ μέ τούς φίλους μου.῞Οταν όμως ήρθε αυτός ο γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, έσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”.


Κι ο πατέρας του τού απάντησε• “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι καί δικό σου. ῎Επρεπε όμως νά ευφρανθούμε καί νά χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος καί βρέθηκε”. 



ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...