Ο
ήρεμος των εικόνων, ο γλυκύτατος Άγιος Νεκτάριος. Ο φίλος μας, ο
πρεσβευτής, ο θαυματουργός, η γαλήνια όψη στο ηδύ φως του καντηλιού, η
σιγουρεμένη γαλήνη των βραδυνών προσευχών, με το χέρι του πάνω από τον
κόσμο να υποδέχεται των ανθρώπων τους λυγμούς –πρώτο υλικό των θαυμάτων
του-.
Γεννήθηκε
την πρώτη μέρα του Οκτώβρη του 1846 στη Σηλυβρία της Αν. Θράκης και
πήρε το όνομα Αναστάσιος. Γονείς του ο Δημοσθένης και η Μαρία Κεφαλά. Η
μητέρα του ήταν ιδιαίτερα ευσεβής και όταν ο Αναστάσιος ήταν πέντε ετών,
του δίδαξε τον πεντηκοστό ψαλμό. Το παιδί όταν έφτανε στον στίχο
«διδάξω ανόμους τας οδούς Σου και ασεβείς επί Σε επιστρέψουσι», τον
επαναλάμβανε πολλές φορές σαν να ήξερε πως αυτός θα ήταν ο δρόμος του….
Τελειώνοντας το
Δημοτικό και το Σχολαρχείο, σε ηλικία 14 ετών, πήγε στην
Κωνσταντινούπολη όπου, με μόνη ανταμοιβή στέγη και τροφή, εργάστηκε σε
κατάστημα συγγενούς του. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες αλλά αυτός έβρισκε
καταφύγιο στην μελέτη και μάλιστα, όσα από τα ρητά που διάβαζε θεωρούσε
χρήσιμα τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού, για να τα διαβάζουν
και οι πελάτες του καταστήματος!
Αργότερα,
εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφίτικο Μετόχι της Πόλης και σε ηλικία
20 ετών πηγαίνει την Χίο όπου υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος. Το 1873
προσέρχεται στη Νέα Μονή και μετά δοκιμασία τριών ετών, λαμβάνει το
αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της
βαπτίσεώς του) 1877 χειροτονείται διάκονος και μετονομάζεται σε
Νεκτάριο.
Στη
Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έλθει
στην Αθήνα, όπου παίρνει το απολυτήριό του από το Βαρβάκειο. Την ίδια
χρονιά ταξιδεύει στην Αλεξάνδρεια και ο πατριάρχης Σωφρόνιος τον
παροτρύνει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την
οικονομική στήριξη των αδελφών Χωρέμη.
Στις
23 Μαρτίου 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Σωφρόνιο και στις 6
Αυγούστου του ίδιου χρόνου χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και
Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καίρου, όπου
εργάζεται με ζήλο και αυταπάρνηση. Στις 15 Ιανουαρίου 1889
χειροτονείται Μητροπολίτης Πενταπόλεως και ασκεί τα καθήκοντά του δίχως
αμοιβή –λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του πατριαρχείου-.
Οι
αρετές του διαδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τον
θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο διάβολος δεν άργησε να κάνει την
εμφάνισή του : Κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί του περιβάλλοντος του
ενενηντάχρονου πατριάρχη άρχισαν να διαδίδουν ότι ξεσηκώνει τον λαό και
επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ταυτόχρονα
υπαινίχθηκαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου.
Αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα την παύση του από την Διεύθυνση του Πατριαρχικού
Γραφείου και του…επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη
μετά των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Επιτροπείας. Ύστερα από
λίγο, αποπέμπεται από την Αίγυπτο ως «μη δυνηθείς να εξοικειωθεί με το
κλίμα της Αιγύπτου»……
Μάταια
ζήτησε να συναντήσει τον Πατριάρχη. Δεν του επετράπη και οι πιστοί με
πολύ θλίψη στερήθηκαν τον «συμπαθέστερο των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον
και δραστηριώτατον των κληρικών». Ο Νεκτάριος δέχθηκε την αδικία αυτή
γαλήνια και ευχαριστώντας τον Κύριο, αναχώρησε για την Αθήνα το 1889.
Χωρίς
χρήματα –ούτε καν για το ενοίκιό του- ανεζήτησε εργασία και κατόρθωσε
να πάρει μια θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια για να μετατεθεί, στη
συνέχεια, στην Φθιωτιδοφωκίδα και τελικά να αναλάβει, τον Μάρτιο του
1894, την διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, η οποία επί των
ημερών του γνώρισε την μεγαλύτερη άνθηση της ιστορίας της.
Γνώρισε
τον παπα - Νικόλα Πλανά και μαζί του πήρε μέρος στις αγρυπνίες του
Αγίου Ελισσαίου, όπου έψαλλαν ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης,
επισκέφθηκε το 1898 (για πρώτη φορά) το Άγιον Όρος και συνδέθηκε
ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ και τον Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη (ο
οποίος, αργότερα, διαδέχθηκε τον Αγ. Σάββα Καλύμνου στην πνευματική
καθοδήγηση της Μονής στην Αίγινα).
Ξαναγύρισε στην πατρίδα του για να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του.
Το
1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για Ίδρυση γυναικείας
μοναστικής αδελφότητος και τον Φεβρουάριο του 1908 παραιτήθηκε από την
Ριζάρειο, λόγω ασθενείας. Έκτατε αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των
μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στην συγγραφή και στην πνευματική
και οικονομική στήριξη των κατοίκων της Αίγινας. Οι δοκιμασίες όμως δεν
σταμάτησαν. Για διάφορους λόγους, η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν
ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί.
Η
πάντα εύθραυστη υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται από τις αρχές του
1919 και τον Σεπτέμβριο μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών,
όπου νοσηλεύτηκε ως άπορος.
Την
Κυριακή 8 Νοεμβρίου, τα μεσάνυχτα, παρέδωσε –πλήρης ουρανίου γαλήνης-
την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος , τον οποίον αγάπησε εκ
νεότητος και εδόξασε με όλη του την ζωή. Τα σημεία της αγιότητός του
φάνηκαν αμέσως καθώς το τίμιο λείψανο ευωδίαζε, άρχισε να θαυματουργεί
και ευώδες μύρο έκβλυζε από το πρόσωπό του.
Το
σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε αυθημερόν στην Αίγινα, στο μοναστηράκι
του, όπου εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη με συμμετοχή πλήθους
κλήρου και λαού. Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα
χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώο και αδιάφθορο,
εκχέον την άρρητον ευωδία της αγιότητος. Αργότερα διαλύθηκε, κατά
παραχώρηση του Θεού, μετά από παράκληση του ιδίου του Αγίου, για να
δοθούν τεμάχια σε όλον τον κόσμο- για τον οποίον ήταν, εν ζωή, μια
πλατιά αγκαλιά-.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτοβρύτων λειψάνων του και πλημμύρισε η περιοχή ευωδία. Το
1961 έγινε η επίσημη ανακήρυξή του από την Εκκλησία, αφού έτσι κι
αλλιώς ο λαός τον τιμούσε- ήδη- ως μεγάλο Άγιο που συνεχώς θαυματουργεί,
θεραπεύει και διακονεί ποικιλοτρόπως την στρατευομένη Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου