Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Ἡ τελευταία Κρίση (Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω)

 

Schmemann Alexander

Protopresbyter (1921-1983)

Ἡ ἑπόμενη Κυριακὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, γιατί στὴ διάρκεια τῆς ἑβδομάδας ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀρχίζει μία περιορισμένη νηστεία -«ἀποχὴ κρέατος»-, ὅπως παραγγέλλουν τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Αὐτὴ ἡ παραγγελία γίνεται κατανοητὴ μόνο μέσα στὸ φῶς ὅσων εἴπαμε παραπάνω γιὰ τὸ νόημα τῆς προετοιμασίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει νὰ μᾶς «προσαρμόζει» στὴ μεγάλη προσπάθεια ποὺ θὰ ἀπαιτήσει ἀπό μᾶς ἑπτὰ μέρες ἀργότερα. Σταδιακά μᾶς βάζει στὸ μεγάλο ἀγώνα, γιατί γνωρίζει τὴν εὐπάθειά μας καὶ προβλέπει τὴν πνευματική μας ἀδυναμία.

Τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ μία παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως, ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ πραγματικὰ εἶναι ἡ μεγάλη μέρα τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποία προσευχόμαστε γιὰ τὰ κοιμηθέντα μέλη της. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα ποὺ ὑπάρχει στὴ σχέση τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τῆς προσευχῆς γιὰ τοὺς κοιμηθέντες, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε στοὺς μαθητὲς Του μία διδασκαλία ἀτομικῆς σωτηρίας, ἀλλὰ τὴν «καινὴ ἐντολή» του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ πρόσθεσε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13,35). Ἡ ἀγάπη, ἑπομένως, εἶναι τὸ θεμέλιο καὶ ἡ οὐσία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, εἶναι «ἑνότητα πίστεως καὶ ἀγάπης». Ἁμαρτία εἶναι πάντοτε ἡ ἀπουσία τῆς ἀγάπης καὶ, ἑπομένως, εἶναι ὁ χωρισμός, ἡ ἀπομόνωση, ὁ πόλεμος ὅλων ἐναντίον ὅλων. Ἡ νέα ζωὴ πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ μεταβιβάζεται σέ μᾶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μία ζωὴ συνδιαλλαγῆς, «συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων», ἡ ἀποκατάσταση τῆς θραυσμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀγάπης.

Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸ ν’ ἀρχίσουμε ποτὲ τὴν ἐπιστροφή μας στὸ Θεὸ καὶ τὴ συμφιλίωσή μας μ’ Αὐτόν, ἂν ἀπὸ μέσα μας δὲν ξαναγυρίσουμε στὴ μοναδικὴ καινὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Ἡ προσευχὴ γιὰ τοὺς «κεκοιμημένους» εἶναι μία βασικὴ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἀγάπης. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυμηθεῖ αὐτοὺς, ποὺ καὶ μεῖς θυμόμαστε καὶ τοὺς θυμόμαστε ἀκριβῶς γιατί τοὺς ἀγαπᾶμε. Προσευχόμενοι γι’ αὐτοὺς τοὺς συναντᾶμε «ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος «Ἀγάπη ἐστίν» καὶ ποὺ -ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι Ἀγάπη- ξεπερνάει τὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ τελικὴ νίκη τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς ἔλλειψης τῆς ἀγάπης. Μέσα στὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχουν ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, γιατί ὅλοι εἶναι «ζῶντες ἐν Αὐτῷ». Αὐτὸς εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ αὐτὴ ἡ Ζωὴ εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγαπώντας τὸ Χριστὸ, ἀγαπᾶμε ὅλους ἐκείνους ποὺ βρίσκονται ἐν Αὐτῷ. Ἀγαπώντας αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐν Αὐτῷ, ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φανερώνεται μὲ τὶς προσευχὲς ποὺ κάνει γιὰ τοὺς κοιμηθέντες. Πραγματικὰ, ἡ «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη μας εἶναι ἐκείνη, ποὺ τοὺς διατηρεῖ πάντα ζωντανοὺς, γιατί τοὺς διατηρεῖ «ἐν Χριστῷ». Πόσο, ἀλήθεια, λανθασμένοι -ἀπελπιστικὰ λανθασμένοι- εἶναι, ὅσοι ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς χριστιανοὺς ἢ ἔχουν περιορίσει τὶς προσευχές τους γιὰ τοὺς κοιμηθέντες σὲ ἕνα νομικὸ δόγμα «περὶ ἀμοιβῶν» καὶ «ἱκανοποιήσεως» ἢ τὶς ἀρνοῦνται σὰν ἄχρηστες. Ἡ μεγάλη ἀγρυπνία «ὑπὲρ τῶν Κεκοιμημένων» τὸ Σάββατο, πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω, εἶναι ἕνας τύπος ἀκολουθίας γιὰ τὴν ἀνάμνηση τῶν «προαπελθόντων», ποὺ ἐπαναλαμβάνεται τὸ δεύτερο, τρίτο καὶ τέταρτο Σάββατο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ πάλι, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω. Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς μέρας εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Τελευταία Κρίση (Μάτθ, 25, 31-46). Ὅταν ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθει νὰ μᾶς κρίνει, ποιὸ θὰ εἶναι τὸ κριτήριό Του; Ἡ παραβολή μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση ἡ ἀγάπη – ὄχι ἕνα ἁπλὸ ἀνθρωπιστικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ μία ἀφηρημένη δικαιοσύνη καὶ γιὰ κάποιους, ἀνώνυμους «φτωχούς» ἀλλὰ ἡ συγκεκριμένη καὶ προσωπικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς μὲ φέρνει σὲ ἐπαφὴ στὴ ζωή μου. Αὐτὴ ἡ διάκριση εἶναι πολὺ σημαντικὴ, γιατί σήμερα ὅλο καὶ περισσότεροι χριστιανοὶ ἔχουν τὴν τάση νὰ ταυτίζουν τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη μὲ τὶς πολιτικές, οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς φροντίδες. Μὲ ἄλλα λόγια, ἔχουν τὴν τάση νὰ μετατοπίζουν τὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὸ μοναδικὸ πρόσωπο καὶ τὸ μοναδικὰ προσωπικὸ προορισμό του στὶς ἀνώνυμες ὀντότητες, ὅπως εἶναι οἱ «τάξεις» οἱ «φυλές» κ.λπ. Ὄχι ὅτι αὐτὲς οἱ φροντίδες εἶναι λανθασμένες. Εἶναι φανερὸ, ὅτι οἱ χριστιανοὶ μέσα στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, μέσα στὶς εὐθύνες τους σὰν πολίτες, σὰν ἐπαγγελματίες κ.λπ., καλοῦνται νὰ φροντίζουν, ὅσο οἱ δυνατότητες καὶ ἡ κατανόηση τοὺς ἐπιτρέπουν περισσότερο, γιὰ μία δίκαιη, σταθερὴ καὶ γενικὰ πιὸ ἀνθρώπινη κοινωνία. Ὅλα αὐτά, σίγουρα, προέρχονται ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, αὐτὴ καθαυτὴ, εἶναι κάτι διαφορετικὸ καὶ αὐτὴ ἡ διαφορὰ θὰ γίνει κατανοητὴ καὶ θὰ διαφυλαχθεῖ, ἂν ἡ Ἐκκλησία διατηρήσει τὴ μοναδικὴ ἀποστολή της καὶ δὲ γίνει μία συνηθισμένη «κοινωνικὴ ὑπηρεσία», ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι στὴ φύση της.

Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι ἡ «δυνατὴ ἀδυνατότητα» νὰ βλέπω τὸ Χριστὸ στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι αὐτός, καὶ τὸν ὁποῖο ὁ Θεός, μέσα στὸ αἰώνιο καὶ μυστηριῶδες σχέδιό Του, ἔχει ἀποφασίσει νὰ φέρει μέσα στὴ ζωή μου, ἔστω καὶ γιὰ λίγες στιγμές· νὰ τὸν φέρει κοντά μου, ὄχι σὰν μία εὐκαιρία γιὰ «καλὴ πράξη» ἢ γιὰ ἐξάσκηση τῆς φιλανθρωπίας μου ἀλλὰ σὰν ἀρχὴ μίας ἀδιάκοπης συντροφιᾶς μέσα στὸν ἴδιο τὸ Θεό.

Ἀληθινὰ, τί ἄλλο εἶναι ἀγάπη παρὰ αὔτη ἡ μυστηριώδης δύναμη, ποὺ ξεπερνάει τὸ τυχαῖο καὶ τὸ ἐξωτερικὸ στὸν «ἄλλο» -ξεπερνάει δηλαδὴ τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση, τὴν κοινωνική του θέση, τὴν ἐθνική του καταγωγή, τὴ διανοητική του ἱκανότητα- καὶ φτάνει στὴν ψυχή του, τὴ μοναδικὴ καὶ μοναδικὰ προσωπικὴ «ρίζα» τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὸ ἀληθινὸ κομμάτι τοῦ Θεοῦ μέσα του;  Ἂν ὁ Θεὸς ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο, εἶναι ἀκριβῶς γιατί Αὐτὸς μόνο γνωρίζει τὸν ἀτίμητο καὶ ἀπόλυτα μοναδικὸ θησαυρό, τὴν «ψυχή» ἢ τὸ «πρόσωπο», ποὺ ἔδωσε στὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, λοιπὸν, εἶναι ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ γνώση, εἶναι τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει «ἀπρόσωπη» ἀγάπη, γιατί ἀγάπη εἶναι ἡ ὑπέροχη ἀνακάλυψη τοῦ «προσώπου» στὸν «ἄνθρωπο», ἡ ἀνακάλυψη τοῦ συγκεκριμένου καὶ μοναδικοῦ προσώπου μέσα στὸ σύνολο γενικά. Εἶναι ἡ ἀνακάλυψη σὲ κάθε ἄνθρωπο, αὐτοῦ ποὺ τὸν κάνει «ἀξιαγάπητο» καὶ ποὺ εἶναι δοσμένο ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι μερικὲς φορὲς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὴν «κοινωνικὴ δραστηριότητα», μὲ τὴν ὁποία συχνὰ σήμερα ταυτίζεται ὁ Χριστιανισμός. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο μὲ κοινωνικὴ δραστηριότητα, τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης δὲν εἶναι τὸ «πρόσωπο» ἀλλὰ ὁ «ἄνθρωπος, μία δηλαδὴ ἀφηρημένη μονάδα μίας, ὄχι λιγότερο, ἀφηρημένης Ἀνθρωπότητας». Ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστιανισμό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἀξιαγάπητος», ἀκριβῶς γιατί εἶναι πρόσωπο. Ἐκεῖ τὸ πρόσωπο χάνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο· ἐδῶ ὡς ἄνθρωπος θεωρεῖται μόνο τὸ πρόσωπο. Ὁ «κοινωνικὸς ἐργάτης» δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ ἄνετα τὰ θυσιάζει γιὰ τὸ «γενικὸ συμφέρον». Ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ φαίνεται, ὅτι εἶναι -καὶ σὲ μερικὲς περιπτώσεις πραγματικὰ εἶναι- μᾶλλον διστακτικὸς γι’ αὔτη τὴν ἀόριστη «ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ διαπράττει θανάσιμη ἁμαρτία ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, κάθε φορὰ ποὺ ἀδιαφορεῖ καὶ δὲν ἀγαπάει τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο. Ἡ κοινωνικὴ δραστηριότητα εἶναι πάντοτε «φουτουριστική» στὴν προσέγγισή της. Ἐνεργεῖ πάντα στὸ ὄνομα τῆς δικαιοσύνης, τοῦ νόμου, τῆς εὐτυχίας ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει, νὰ κερδηθεῖ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐλάχιστα ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτὸ τὸ προβληματικὸ μέλλον ἀλλὰ βάζει ὅλη τὴν ἔμφαση στὸ τώρα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀποφασιστικὸς χρόνος γιὰ ἀγάπη. Οἱ δυὸ αὐτὲς στάσεις δὲν ἀποκλείουν ἡ μία τὴν ἄλλη ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέονται. Οἱ χριστιανοὶ, βεβαιότατα, ἔχουν εὐθύνες ἀπέναντι «στὸν κόσμο τοῦτο» καὶ πρέπει νὰ τὶς ἐκπληρώσουν. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ περιοχὴ τῆς «κοινωνικῆς δραστηριότητας, ποὺ ἀνήκει ἐντελῶς στὸν «κόσμο τοῦτο». Ὁπωσδήποτε, ὅμως, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη σκοπεύει πέρα ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο». Εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια μία ἀκτίνα, μία ἐκδήλωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ὑπερβαίνει καὶ συντρίβει ὅλους τοὺς περιορισμούς, ὅλες τὶς «συνθῆκες» τοῦ κόσμου τούτου, διότι τὸ κίνητρό της, ὁ σκοπὸς της καθὼς καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή της εἶναι στὸ Θεό. Καὶ ξέρουμε, ὅτι ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται», ἡ μόνη νίκη ποὺ διαρκεῖ καὶ μεταμορφώνει εἶναι ἡ νίκη τῆς ἀγάπης. Ἡ πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὑπενθυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν προσωπική του ἀγάπη καὶ τὴν κλήση του, ποὺ εἶναι νὰ πλημμυρίσει τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο μ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Ἡ παραβολὴ γιὰ τὴν Τελευταία Κρίση ἀναφέρεται στὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Δὲν εἴμαστε ὅλοι καλεσμένοι νὰ δουλέψουμε γιὰ τὴν «ἀνθρωπότητα», ὅμως ὁ καθένας μας ἔχει λάβει τὸ δῶρο καὶ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τελικὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπ’ αὔτη τὴν προσωπικὴ ἀγάπη, ἔχουν ἀνάγκη νὰ τοὺς ἀναγνωρίζεται δηλαδὴ ἡ μοναδικότητα τῆς ψυχῆς τους, στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ὅλη ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας μ’ ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο. Ξέρουμε ἀκόμα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται «ἐν φυλακῇ», εἶναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες», ἀκριβῶς γιατί τοὺς λείπει αὐτὴ ἡ προσωπικὴ ἀγάπη. Τέλος, ξέρουμε ὅτι, ὅσο στενὰ καὶ περιορισμένα καὶ ἂν εἶναι τὰ πλαίσια τῆς προσωπικῆς μας ὕπαρξης, ὁ καθένας ἀπό μᾶς δημιουργήθηκε ὑπεύθυνος γιὰ μία μικρὴ θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ὑπεύθυνος, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ δώρου, τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, εἴτε ἔχουμε εἴτε δὲν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ αὐτὴ τὴν εὐθύνη, εἴτε ἀγαπήσαμε εἴτε ἀρνηθήκαμε τὴν ἀγάπη, πρόκειται νὰ κριθοῦμε. Γιατί «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μάτθ. 25,40).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...