Ο τρόπος συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας, ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, βασίζεται στην αρχή της συναλληλίας, δηλαδή στην αρμονική συμβίωση των δύο οργανισμών, που προϋποθέτει τον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων και των ορίων αμφοτέρων.
Η Πολιτεία παρέχει τη συμπαράστασή της όπου η Εκκλησία την έχει ανάγκη και η Εκκλησία, παρομοίως, σέβεται και στηρίζει την πολιτική εξουσία.
Οι σχέσεις αυτές βασίζονται νομικά τόσο σε συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος όσο και στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Όταν μιλούμε για σχέσεις των δύο Οργανισμών είναι αναγκαίο να έχουμε υπόψη ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι ταυτόχρονα Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μέλη της Εκκλησίας.
Τον τελευταίο καιρό, με πρόσχημα τον κίνδυνο μολύνσεως από τον Κορωνοϊό, λαμβάνονται μέτρα εκ μέρους της Πολιτείας, όπως το κλείσιμο των ναών και η απαγόρευση συμμετοχής των πιστών στη λατρευτική και μυστηριακή ζωή.
Όλα αυτά τα πρωτόγνωρα για τους πιστούς τα επιβάλλει η Πολιτεία, χάριν της σωματικής υγείας των πιστών πολιτών, ενώ περιφρονεί και απαξιώνει την ψυχική και πνευματική τους υγεία, αφού είναι εμφανές ότι τους εκλαμβάνει, μόνον ως σωματικές και υλικές υπάρξεις, αν και είναι καταγεγραμμένοι ως βαπτισμένοι Χριστιανοί.
Είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειονότητα του Ελληνικού λαού είτε διαμαρτύρεται είτε σιωπά, είναι αντίθετη με το βίαιο κλείσιμο των ναών και την απαγόρευση της συμμετοχής των πιστών στη λειτουργική και μυστηριακή ζωή.
Ανεξάρτητα από τη σιωπηλή, ανεκτική και ανερμήνευτη στάση της επίσημης Εκκλησίας, βλέπουμε πολλούς Αρχιερείς -και όχι μόνον- να διαμαρτύρονται έντονα προς την Πολιτεία για την αυθαίρετη παραβίαση της πνευματικής ζωής των πιστών και για την ανίερη, αντισυνταγματική και απάνθρωπη παρέμβαση των παραγόντων της Πολιτείας στην πνευματική τους ζωή.
Είναι γνωστό ότι, σε εποχές πανδημίας όπως αυτή, τα πιο σημαντικά στηρίγματα του λαού μας, διαχρονικά, ήταν και συνεχίζουν να είναι η κοινή λειτουργική και μυστηριακή ζωή, οι προσευχές, οι λιτανείες, οι παρακλήσεις για παροχή της Θείας βοηθείας του Χριστού και των Αγίων Του, στηρίγματα, όμως, τα οποία η Πολιτεία όχι μόνον περιφρονεί αλλά και τα απαγορεύει διά νόμων.
Διαβάζουμε τη διαμαρτυρία ενός Μητροπολίτη προς την Πολιτεία, που αναφέρει: «Θέλουμε την καλή συνύπαρξη και συνεργασία με την Πολιτεία, γιατί και εμείς και εσείς διακονούμε τον ίδιο Λαό από άλλη σκοπιά».
Επίσης, μία από τις πολλές διαμαρτυρίες πιστών προς την πολιτική εξουσία, αναφέρει: «Δεν είμαστε μόνο σώμα. Οι ανθρώπινες ανάγκες περιλαμβάνουν και την ανάλογη φροντίδα της ψυχής, για την οποία, όχι απλά δεν είδαμε να λαμβάνετε μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί, αλλά με λύπη διαπιστώνουμε ότι εν μέρει την απαγορεύετε.
Αν είναι απαραίτητο για το σώμα μας να έχουμε πρόσβαση σε γιατρούς και φαρμακεία, πόσο μάλλον είναι για την ψυχή μας να επισκέπτεται τον Ιατρό των ψυχών (και των σωμάτων) και να λαμβάνει την κατάλληλη αγωγή για τη θεραπεία της;
Αν είναι απαραίτητο για το σώμα μας να έχει πρόσβαση σε καταστήματα τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, πόσο περισσότερο είναι αναγκαίο για την ψυχή, να μπορεί να τρέφεται με τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό;
Υπάρχει μέριμνα για να μπορούν οι άνθρωποι να βγάζουν το κατοικίδιό τους για βόλτα, αλλά δεν υπάρχει μέριμνα για την ψυχή μας, με αποτέλεσμα να την παραμελούμε, να αδιαφορούμε για την υγεία της, για την τροφή της, για την ενδυνάμωσή της».
Είδαμε επίσης τη διαμαρτυρία προς την Πολιτεία του Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος: «Ευχής έργον θα ήταν οι εξοχότατοι άρχοντες, που ρυθμίζουν τα της πολιτείας και εκδίδουν τις αποφάσεις, να είχαν την ευαισθησία, ώστε να κατανοήσουν τον σημαίνοντα ρόλο που κατέχει η εκκλησιαστική ζωή στην ψυχοσύνθεση του απλού Έλληνα πολίτη, που εδώ και πολλούς μήνες ζει εντός του φόβου της πανδημίας».
Απευθυνόμενοι επίσης οι Κληρικοί στη διοικούσα Εκκλησία αναφέρουν: «Αυτό το οποίο πρέπει να διεκδικήσετε από την Πολιτεία, δεν είναι μια ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά ισονομία και προστασία των δικαιωμάτων των πιστών, διότι τα έκτακτα μέτρα, με τα οποία αναστέλλεται η ισχύς θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της κίνησης, της συνάθροισης, της θρησκευτικής λατρείας, δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις και υπήρξε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου.
Με την παντελή απαγόρευση της παρουσίας πιστών στις λατρευτικές συνάξεις καταστρατηγείται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η κρατική διοίκηση, για την πραγματοποίηση των σκοπών της, οφείλει να επιλέγει τα λιγότερο επαχθή για τον πολίτη μέτρα και ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην είναι υπερβολικά.
Εκτός από τη σωματική άσκηση ο άνθρωπος έχει ανάγκη και την πνευματική άσκηση. Εκτός από τα σωματικά προβλήματα υγείας, όπως του Covid-19, υπάρχουν και τα πάσης φύσεως ψυχικά προβλήματα, τα οποία είναι διηνεκή και τα οποία υπήρχαν πριν την εμφάνιση του Covid-19 και, δυστυχώς, θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά την πανδημία».
Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό, πώς τοποθετείται ο Άγιος Νεκτάριος* στην περίπτωση που η Πολιτεία αυθαιρετεί και επιβάλλει στους πιστούς, την παραβίαση των θείων εντολών, δηλαδή, την παραβίαση του ευαγγελικού ηθικού νόμου της πίστεώς τους:
Ο Άγιος Νεκτάριος -του οποίου φέτος εορτάζουμε τα 100 χρόνια από την κοίμησή του και τον οποίο τίμησε πρόσφατα η Πανελλήνιος Ένωσις Θεολόγων με διεθνές Θεολογικό διαδικτυακό Συνέδριο (13-14 Νοεμβρίου)- θεωρεί «χρέος της πολιτείας να προνοεί υπέρ της θρησκευτικής αναπτύξεως των πολιτών της. Οι λειτουργοί της πολιτείας, κατά την Καινή Διαθήκη, θεωρούνται ταγμένοι από τον Θεό».
Σημειώνει επίσης ο Άγιος ότι ο Απ. Παύλος «ονομάζει τους άρχοντας της Πολιτείας λειτουργούς του Θεού στο αγαθόν. Από αυτούς τους λόγους συνάγεται ότι το θέλημα του Θεού, για την κλήση των αρχόντων της πολιτείας, είναι σχετικό και υπάρχει μόνον, εφ όσον οι άρχοντες δεν προσκρούουν στον σκοπό, προς τον οποίο ορίστηκε η εξουσία τους από τον Θεό.
Οι άρχοντες της Πολιτείας, ως διάκονοι του Θεού, οφείλουν να προάγουν την ηθική τάξη του Θεού στον κόσμο με αυστηρή δικαιοσύνη.
Επειδή δε η ηθική τάξη του Θεού στον κόσμο στοχεύει στην πνευματική τελειοποίηση του ανθρώπου και στην προς τον Θεό εξομοίωσή του, οφείλουν και οι λειτουργοί της Πολιτείας, με όλες τις ενέργειές τους, να αποβλέπουν στην ανάπτυξη και πνευματική τελειοποίηση των πολιτών και δι’ αυτής στην όσο το δυνατό τελειότερη πραγματοποίηση της Βασιλείας των Ουρανών επί της γης.
Βέβαια, είναι απρεπές να ολιγωρεί η Πολιτεία για την υλική ευημερία των πολιτών, διότι η πνευματική ανάπτυξη προϋποθέτει και κάποια υλική ευημερία.
Δεν πρέπει, όμως, να θεωρείται η υλική ευημερία των πολιτών ως ύψιστος σκοπός, στον οποίο οι λειτουργοί της πολιτείας αποβλέπουν, διότι, εάν ως ύψιστο σκοπό θεωρούν την υλική ευημερία των πολιτών, δεν είναι πλέον διάκονοι του Θεού στο αγαθό.
Όπως ο Θεός με όλη την ενέργειά Του τηρεί τους υπ αυτού ορισμένους και αμετάτρεπτους νόμους, έτσι και οι λειτουργοί της Πολιτείας οφείλουν να τηρούν τους ισχύοντας νόμους, χωρίς να αφίστανται από αυτούς.
Ομοίως, η Καινή Διαθήκη ορίζει και τα καθήκοντα, τα οποία οι πολίτες οφείλουν να εκπληρώνουν προς τους λειτουργούς της Πολιτείας.
Οι πολίτες οφείλουν να τιμούν και να πείθονται στους λειτουργούς της Πολιτείας.
Η απείθεια, τότε μόνον επιτρέπεται, όταν οι λειτουργοί της πολιτείας επιβάλλουν παραβίαση των θείων εντολών. Γι’ αυτό οι νόμοι, τους οποίους οι λειτουργοί της Πολιτείας επιβάλλουν στους πολίτες, πρέπει να στηρίζονται στις αρχές του ηθικού νόμου, για να μην απειθούν οι πολίτες».
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο Άγιος Νεκτάριος θεωρεί ηθικό νόμο, τον «έμφυτο ηθικό νόμο, που ταυτίζεται με τον νόμο του Θεού, τον νόμο του Ευαγγελίου, το θείο θέλημα, το γραπτό στην καρδία του ανθρώπου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου