Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Σήμερα, Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, -λένε μερικοὶ χαριτολογώντας- «γιορτάζουν οἱ ἄπιστοι». Σίγουρα ἡ κάθε εἴδους ἀπιστία δὲν εἶναι δὰ καὶ ἀρετὴ γιὰ νὰ τὴ χαιρόμαστε καὶ νὰ πολυχρονίζουμε αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν. Ὅσο κι ἂν κάποια τροπάρια θεωροῦν «καλὴ» τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, δὲν παύει νὰ εἶναι ἐλάττωμα. Ἔτσι τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος - ἀναφερόμενος στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη- λέει: «Κοίτα, πόσο φιλαλήθεις εἶναι οἱ ἀπόστολοι, ποὺ δὲν κρύβουν τὰ ἐλαττώματα οὔτε τὰ δικά τους οὔτε τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τὰ καταγράφουν μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια».
Μακροθυμεῖ ψηλαφώμενος
Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θωμᾶ νὰ τὸν ψηλαφήσει καὶ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία σύσταση ἀλλὰ ἐπίπληξη. «Σφόδρα ἐπιτιμητικῶς», λέει, «τοῖς ρήμασιν ἐχρήσατο». Καὶ ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Ζιγαβηνός, παρατηρεῖ ὅτι δίκαια βγῆκε κατηγορούμενος ὁ Θωμᾶς, διότι δὲν πίστεψε τοὺς «συμμαθητές» του, τοὺς πιὸ ἀξιόπιστους μάρτυρες Ἀνάστασης. Βέβαια καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς δὲν πίστεψαν τὶς μυροφόρες, ὅταν τοὺς εἶπαν ὅτι πρῶτες συνάντησαν τὸν ἀναστημένο Χριστό.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή του νὰ συγκαταβαίνει στὰ ἐλαττώματα τῶν μαθητῶν του· καὶ τοὺς παρουσιάζεται, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴ ὀρθὴ πίστη. Καὶ τὸν ἕνα, ποὺ ἔλειπε τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τοὺς ἐμφανίστηκε, τὸν ἀφήνει ὀκτὼ μέρες «νὰ ἀκούει τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς μαθητές, ὥστε νὰ ἀνάψει περισσότερο ὁ πόθος του νὰ τὸν δεῖ», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ξαναπαρουσιάζεται, γιὰ νὰ βεβαιώσει κι αὐτὸν γιὰ τὴν Ἀνάστασή του: «Παραγίνεται, ἵνα διασώση καὶ τὸν ἕνα». Καὶ δὲν περιμένει νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ Θωμᾶς, ἀλλὰ «Αὐτὸς προλαβὼν» τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσει.
«Ἐννόησον τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν»! καταλήγει θαυμάζοντας ὁ Χρυσόστομος. Κι ἐμεῖς μαζί του ψάλλουμε: «Φιλάνθρωπε, μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ὅτι ἐμακρoθύμησας ὑπὸ ἀποστόλου ψηλαφώμεvoς».
Ἡ καλὴ ἀπιστία
Σίγουρα ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ διαφέρει ἀπὸ τὶς πολλῶν διαβαθμίσεων καὶ ποικίλων αἰτιολογήσεων ἀπιστίες, ποὺ μποροῦμε νὰ συναντήσουμε στὸν σημερινὸ κόσμο. Ὁ Θωμᾶς εἶχε πιστέψει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Εἶχε δυναμώσει τὴν πίστη του μὲ τὴν καθημερινὴ συναναστροφὴ μαζί του, μὲ τὴν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματός του καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας του δύναμης, ποὺ φανερωνόταν στὰ τόσα θαύματά του. Τὸν ἐμπιστευόταν καὶ τὸν ἀγαποῦσε τόσο, ὥστε καταλαβαίνοντας ὅτι πηγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, εἶπε: «Ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του».
Ὅμως τὰ γεγονότα κύλησαν ἀλλιῶς. Ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐγκατέλειψε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κρύφτηκαν ἀπὸ φόβο.
Ἔνιωσε βαθιὰ ἀπογοήτευση καὶ διάψευση τῶν ἐλπίδων του. Ποῦ εἶναι «ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ»; Ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ γκρέμισαν τὴν πίστη του στὴ θεότητά του. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ εἶπαν ὅτι τὸν εἶδαν Ἀναστημένο, νιώθοντας λίγο δύσκολο νὰ θεωρήσει «λῆρον -παραλήρημα- τὰ ρήματα» δέκα συμμαθητῶν του, «συμβιβάστηκε» νὰ ζητήσει ὄχι μόνο νὰ τὸν δεῖ κι ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ψηλαφήσει.
Προϋπόθεση τῆς πίστης
Σήμερα δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ -καὶ θαύματα νὰ δοῦν- δὲν πιστεύουν. Λίγο ὁ ἐκκoσμικευμέvoς τρόπος ζωῆς, λίγο τὰ πάθη τους, λίγο ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ καὶ στὴ δῆθεν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, τοὺς ἔχουν τόσο τυφλώσει, ὥστε -ὅπως εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς- «καὶ ἀναστημένο ἐκ νεκρῶν νὰ δοῦν, οὔτε τότε θὰ πιστέψουν».
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πολὺ συνηθισμένη ἀπιστία τοῦ ὑποκριτῆ «πιστοῦ», ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τιμάει τὸν Θεὸ μόνο μὲ τὰ χείλη, ἐνῶ ἡ καρδιὰ του πόρρω ἀπέχει ἀπὸ Αὐτόν». Αὐτὸς εἶναι -κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο- «ὁ ἀκροατὴς τοῦ νόμου», ποὺ δὲν φρόντισε νὰ γίνει καὶ «ποιητὴς τοῦ νόμου» τοῦ Θεοῦ. Κοιτάχτηκε λίγο στὸν καθρέφτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ -ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀδελφόθεoς ἅγιος Ἰάκωβος- εἶδε τὶς ἐλλείψεις του, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε καὶ ξέχασε πῶς ἦταν.
Μόνο ἂν κάποιος κάνει σταθερὴ ἀναφορά του καὶ φρόνημά του τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀληθινὰ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ νὰ γίνει ποιητὴς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσει γνήσια καὶ σταθερὴ πίστη σ’ Αὐτόν. Τότε δὲν ἔχει ἀνάγκη, οὔτε νὰ δεῖ μὲ τὰ σωματικά του μάτια οὔτε νὰ ψηλαφήσει τὸν ἀναστημένο Χριστό. Ἔχει ζήσει τὴ δύναμη τῆς Ἀνάστασής του στὴν προσωπική του ζωή, γιατί -μὲ τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας του- συσταυρώθηκε, συνετάφη καὶ συνανέστη μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ μακαρισμοῦ: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύασαντες»!
Πηγή: https://www.agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου