Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Περὶ ἀνεξικακίας


Επε ββς Ζήνων:
«κενος πο θέλει ν᾿ κούσει γρήγορα Θες τν προσευχή του, μόλις σταθε ρθιος κα ψώσει τ χέρια του γι ν προσευχηθε πρς τ Θεό, πρν π᾿ λα κα προτο κόμα εχηθε γι τ δική του ψυχή, ς προσευχηθε π τ κατάβαθα τς ψυχς του γι τος χθρούς του. Κα μ᾿ ατή του τν πράξη, γι τι κι ν παρακαλέσει τ Θεό, θ εσακουστε».
ν καθόταν κάποτε ββς ωάννης Κολοβς μπροστ π τν κκλησία, τν περιτριγύρισαν ο δελφο κα το μπιστεύονταν τος λογισμούς τους. Τν εδε κάποιος π᾿ τος Γέροντες κα πειδ πολεμήθηκε π φθόνο, το επε:
«Τ κανάτι σου, ωάννη, εναι γεμάτο δηλητήριο».
Κα ββς ωάννης το επε:
«τσι εναι, ββ. Κα ατ τ επες, γιατ βλέπεις μόνο τ ξω. Κα τί δν θ εχες κόμη ν πες, ν βλεπες κα τ μέσα;»
Επε ββς Ποιμν γι τν ββ σίδωρο τι, ταν μιλοσε στος δελφος στν κκλησία, ατν τν λόγο μόνο λεγε:
«δελφοί, συγχωρστε κα θ συγχωρηθον κα ο δικές σας μαρτίες».

Επε ββς Ποιμήν:
«ποιαδήποτε ταλαιπωρία κι ν πέσει πάνω σου, θ τ νικήσεις μ τ σιωπή».
κόμα επε:
« πονηρία δν ξουδετερώνει καθόλου τν πονηρία, λλά, ἐὰν κάποιος σο κάνει κακό, σ εεργέτησέ τον, γι ν ξαφανίσεις τν κακία μ τ καλ ργα».
κουσε ββς Ποιμν γι κάποιον πο τρωγε κάθε ξι μέρες, διότι ργιζόταν.
Κα επε Γέροντας: «μαθε ν σηκώνει τ βάρος τς νηστείας τν ξι μερν κα δν μαθε ν διώχνει τν ργή του».
Κάποιος δελφός, πο δικήθηκε π λλον δελφό, λθε στν ββ Σισώη κα το επε:
«δικήθηκα π κάποιον δελφ κα θέλω ν πάρω πίσω τ δίκιο μου».
Γέροντας μως τν παρακαλοσε λέγοντας:
«Μή, τέκνον, καλύτερα φησέ το στ Θε τ θέμα το δίκιου σου».
Κι κενος πέμεινε: «Δν θ σταματήσω τν πόθεση, σπου ν πάρω τ δίκιο μου πίσω».
Τότε Γέροντας το επε: «ς σηκωθομε γι προσευχή, δελφέ».
Καί, φο σηκώθηκε, επε Γέροντας:
«Θε δν σ᾿ χουμε πλέον νάγκη ν φροντίζεις γι μς, γιατ μες ο διοι παίρνουμε πίσω τ δίκιο μας».
Μόλις λοιπν τ κουσε ατ δελφός, πεσε στ πόδια το Γέροντα λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, ββ, δν θ ζητήσω πλέον τ δίκιο μου π τν δελφό».
Πγαν κάποτε στ σκητήριο νς Γέροντα λστς κα το επαν:
«χουμε λθει ν σο πάρουμε σα χεις στ κελί σου».
Κι κενος επε: «Πάρτε σα νομίζετε, παιδιά μου».
Πραν λοιπν σα βρκαν στ κελί, ξέχασαν μως να σακολι πο ταν κε κρεμασμένο.
Τ πρε λοιπν Γέροντας κι τρεχε π πίσω τους φωνάζοντάς τους κα λέγοντας:
«Παιδιά, πρτε ατ πο ξεχάσατε στ κελί σας».
Κι κενοι, πειδ θαύμασαν τν γαθότητα το Γέροντα, βαλαν στ θέση τος λα τ πράγματα το κελιο κα μετανιωμένοι λεγαν μεταξύ τους:
«Πραγματικ ατς εναι νθρωπος το Θεο».

Επε νας Γέροντας:
«Βλέπουμε τν σταυρ το Χριστο, διαβάζουμε γι τ πάθη του, κι μως μες δν σηκώνουμε καμία προσβολή».

από το "Μέγα Γεροντικό"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...