Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΥΡΚΟ, ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

   Τήν Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει ἐνώπιόν μας τήν σεβασμία μορφή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, καί μέ τρόπο συγκλονιστικό μᾶς διδάσκει περί τῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου νά κερδίσῃ τόν οὐρανό, τήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τό λουτρό τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία μέ ἀσφάλεια ὁδηγεῖ στήν σωτηρία. 
   Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα, ἕνεκα τοῦ μεγάλου δώρου τῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο τοῦ ἔχει δοθῆ ἀπό τόν Θεό, νά κινηθῇ ἀπό τό ἀπόλυτο σκοτάδι μέχρι τό ἄπλετο φῶς. Ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται, ἄν θά φτάσῃ στά θεοειδῆ ὕψη, γιά τά ὁποῖα προορίζεται, ἤ θά κατέλθῃ στά βάραθρα καί τά σκότη, μακράν τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι τό κράτος τοῦ παμμιάρου καί μισοκάλου ἐχθροῦ. 
   Ἀξίζει τόν κόπο νά μελετήσωμε, ὄχι ἁπλῶς νά διαβάσωμε, νά μελετήσωμε εἰς βάθος τόν βίο καί τήν πολιτεία τῆς Ὁσίας Μαρίας, διότι θά κατανοήσωμε πλήρως τήν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί τό μεγαλεῖο καί τήν χαρά τῆς ψυχῆς ἕνεκα τῆς ὑψοποιοῦ καί σωτηρίου μετανοίας.
   Ἀπό τήν Αἴγυπτο εἷλκε τήν καταγωγή της ἡ μακαρία Μαρία, ἡ ὁποία τώρα ἀγάλλεται στούς οὐρανούς μετά τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐαρεστησάντων τῷ Θεῷ.
  Δώδεκα ἐτῶν ἔφυγε ἀπό τό σπίτι της, χωρίς νά γνωρίζουν πλέον οἱ γονεῖς της τόν τόπο, ἀλλά καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς της. Ἀλοίμονο, ἕνα παιδί σέ αὐτή τήν ἡλικία εἶναι πολύ εὔκολο νά πέσῃ στά δίκτυα τοῦ διαβόλου. Ἡ Μαρία ἦταν εὔκολη λεία· ἴσως ἔλειπαν οἱ πνευματικές ἀντιστάσεις καί γιά τοῦτο ἔμεινε σάν τό καλάμι στόν κάμπο, πού τό φυσάει ὁ ἄνεμος μανιασμένα. 
  Δεκαεπτά χρόνια στήν ἁμαρτία. Κατέβηκε στόν ὄλεθρο, γεύτηκε τό ποτήρι τοῦ θανάτου, καί μάλιστα χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς. Ἔτσι γίνεται πάντοτε μέ τό δέλεαρ τῆς ἁμαρτίας. Δηλητηριάζει σιγά-σιγά τόν ἄνθρωπο, τόν ναρκώνει πνευματικά, τόν τρέφει μέ ὀφθαλμαπάτες, καί ἐνῶ ζεῖ τά φρικτά τεκταινόμενα, τά αἰσθάνεται ὡς φαινόμενα.
  Ὅμως, ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἔρχεται ἡ ὥρα, πού ἡ ψυχή κατανοεῖ τήν συμφορά, ἐγείρεται ἐκ τοῦ φοβεροῦ ληθάργου τῆς ἁμαρτίας καί μεταφέρεται ἐκ τῆς ὀνειρικῆς καταστάσεως στήν ὀδυνηρή πραγματικότητα. Δέν θά χρησιμοποιήσω λόγια δύσκολα, γιά νά δώσω νά κατανοήσουν οἱ ἀναγνῶστες μας αὐτή τήν ἀλγεινή κατάσταση, ἀλλά θά σημειώσω τήν τραγική διαπίστωση τοῦ ποιητή, ὁ ὁποῖος σκιαγραφεῖ τήν ὀδύνη τῆς συμφορᾶς:
«Καί μεῖς ἕνα πρωί εἴχαμε κινήσει, μόλις ὁ ἥλιος εἶχε κοκκινίσει, μέ μάτια πού τά φλόγιζε ἡ χαρά. Μά τά μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει μέ καταματωμένα τά φτερά...»(Λαπαθιώτης) 
 Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, μιλῶντας σέ ἕνα μεγάλο ἀριθμό νέων ἀνθρώπων, καί ἀναφερόμενος σ’ αὐτά τά φλέγοντα θέματα, στά ὁποῖα σπάνια τολμοῦν οἱ πολλοί νά ἀναφερθοῦν, διεπίστωσα ὅτι τά παιδιά προβληματίστηκαν. Ἔτσι δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά μιλήσωμε στήν συνέχεια γιά τήν «κάθοδο» καί τήν συντριβή, ἀλλά καί τήν δυνατότητα τῆς ἀνορθώσεως ἐκ τοῦ πτώματος. Γιατί, ποιά σημασία ἔχει νά μιλᾷς γιά κάποιο θέμα, νά κάνῃς τίς διαπιστώσεις, ἄν δέν ὑπάρχῃ ἡ δυνατότης τῆς ἀποκαταστάσεως καί τῆς ἐπαναφορᾶς στήν πρώτη «μακαριότητα»; 
  Ποιά ἀξία ἔχει ἡ διαπίστωση τοῦ γιατροῦ γιά κάποια ἀσθένεια, ὅταν δέν δοθῇ ἀπ’ αὐτόν τό κατάλληλο φάρμακο γιά τήν θεραπεία; Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσος θόρυβος γίνεται, πόσος ἀγῶνας, καί δικαίως, γιά νά νικήσωμε τήν σωματική ἀσθένεια καί τόν σωματικό πόνο; Μακάρι νά εἴχαμε τήν ἴδια σφοδρά ἐπιθυμία, γιά νά θεραπεύσωμε καί τά βαθειά ψυχικά ἄλγη, τά ὁποῖα εἶναι τόσο ἐπώδυνα καί ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. 
   Καί ἐνῷ πολλάκις γιά τίς σωματικές ἀσθένειες δέν ὑπάρχει θεραπεία, γιά τίς ψυχικές ἀσθένειες οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ θεραπεία εἶναι ἀσφαλής καί βεβαία. Ἡ Ὁσία Μαρία, τρανῷ τῷ τρόπῳ καί μεγάλῃ τῇ φωνῇ, τό βεβαιώνει. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο στήν γιορτή της, ἀλλά καί κάθε ἡμέρα, ἐν εὐχαριστίᾳ ψάλλει στήν Ὁσία, γιά τό παράδειγμα πού μᾶς προσφέρει καί τήν πρεσβεία της πλέον πρός τόν Θεό:  
«Ὑπόδειγμα μετανοίας σέ ἔχομεν, πανοσία. Μαρία Χριστόν δυσώπει ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας...». 
  Ἄς δοῦμε κάποια στοιχεῖα ἀπό τή ζωή της. Θέλει νά πάῃ στά Ἱεροσόλυμα. Ὄχι βέβαια γιά νά προσκυνήσῃ, ἀλλά γιά νά συνεχίσῃ τήν ἁμαρτωλή της ζωή. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα τόν χειρότερο τρόπο, γιά νά μπορέσῃ νά ταξιδέψῃ, ἀφοῦ χρήματα δέν ὑπῆρχαν. Πουλάει τό σῶμα της, τό ὁποῖο εἶναι τό κατοικητήριο τῆς ψυχῆς, «ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος», ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ. στ’. 19). Ὅλα πᾶνε «πολύ καλά», ἕως ὅτου —ὦ τῆς ἀγάπης καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ— φτάνῃ, κατά τοῦ οὐρανίου Πατρός τήν οἰκονομία, μπροστά στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκεῖ ὅπου ἐσταυρώθη, ἐτάφη καί ἀνέστη ὁ Κύριος. Βρέθηκε ἡ ψυχή «στήν πόρτα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ». Ἀνεγνώρισε τόν σωτήριο τόπο. Ὅμως, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθῃ. Προσπαθεῖ μιά, δυό, τρεῖς φορές... Μέσα στόν «Οἶκο τοῦ Πατρός», ὑψώνεται ὁ Τίμιος Σταυρός. 
«Θεέ μου, πατέρα μου, Σέ γνωρίζω, Σέ βλέπω, ὑψώνεσαι πάνω στό Τίμιο Ξύλο. Δεκαεφτά χρόνια γιά μένα, τριάντα γιά τόν ἄλλο, αἰῶνες γιά ὅλο τόν κόσμο... Πατέρα μου συγχώρεσέ με, ἄφησε με νά μπῶ στό «σπίτι μου», νά κλάψω στά ματωμένα γιά μένα πόδια Σου, νά φιλήσω τά τρυπημένα γιά τήν δική μου ἀγάπη χέρια Σου. Πατέρα, μή μέ ἀφήσῃς, τώρα πού Σέ βρῆκα... Θά ἐγκαταλείψω τούς πάντες καί τά πάντα, γιά νά ζήσω μέ Σένα καί γιά Σένα, γιατί Ἐσύ εἶσαι τά πάντα γιά μένα, ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάπαυσή μου ἀπό τούς πολλούς κόπους καί τόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Πατέρα, ἄφησέ με νά πάρω λίγο ἀπό τό αἷμα Σου, γιά νά θεραπεύσω τίς πληγές τῆς ψυχῆς μου...». Καί τότε εἰσῆλθε στόν Οἶκο τοῦ Πατρός, προσκύνησε καί ἔλαβε τήν μεγάλη ἀπόφαση.
   Πῆρε ἡ Μαρία τόν δρόμο γιά τόν οὐρανό. Πέρασε τόν Ἰορδάνη καί προχώρησε στά βάθη τῆς ἐρήμου. Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά δῇ ἄνθρωπο, χωρίς ψωμί, χωρίς ἱμάτια (ἐφθάρησαν, ἔπεσαν οἱ δερμάτινοι χιτῶνες). Ἔμεινε ὡς ἡ Εὔα πρό τῆς παρακοῆς. Τό χῶμα τό ξηρό ἀπό τόν φοβερό ἥλιο, ποτίστηκε σαράντα χρόνια ἀπό τά ἁγιασμένα δάκρυά της. Σκλήρυναν τά ἅγια γόνατά της ἀπό τίς μετάνοιες. Ἡμέρευαν τά ἄγρια θηρία, πού περνοῦσαν δίπλα της. Δέν ἐφοβοῦντο πλέον τόν ἐπικίνδυνο ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά αἰσθάνοντο ἀσφάλεια δίπλα στό «πτηνό» τῆς ἁγιότητος, στόν ἐπίγειο ἄγγελο καί οὐράνιο ἄνθρωπο. 
  Ἦλθε ἡ ὥρα... Ἑτοιμάστηκε ὁ οὐρανός, οἱ ἄγγελοι ἀοράτως τήν πλησιάζουν... Τό γνωρίζει ἡ Μαρία... Τήν πληροφορεῖ ἡ ψυχή της... Φεύγει ἀπό τά δεσμά τοῦ ματαίου τούτου κόσμου... «Θεέ μου, σαράντα χρόνια ἄνθρωπο δέν εἶδα. Τό Τίμιο Αἷμα Σου Πατέρα, τό Πανάγιο Σῶμα Σου, τώρα πού φεύγω, δῶστα μου, ὡς ἐφόδιο ζωῆς αἰωνίου». 
 Καί ἰδού, φθάνει ὁ Ἀββάς Ζωσιμᾶς. Ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο γιά τήν ἄσκηση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Γέροντας ἀντιλαμβάνεται, ὅτι μέσα στήν ἐρημιά κάτι κινεῖται. Πίσω ἀπό ἕνα θάμνο... Ἄνθρωπος εἶναι ἤ μοιάζει μέ ἄνθρωπο; Δίκηο ἔχει ὁ Γέροντας. Ἡ Μαρία ἔχει ξεπεράσει τά ἀνθρώπινα μέτρα... Τώρα ἐνδεδυμένη μέ τό εξώρασο τοῦ Γέροντα γιά νά τόν δῇ, ἐξαγορεύει τόν βίο της. 
  Ἕνα χρόνο μετά, ὅταν ξαναβγαίνῃ ὁ Γέροντας στήν ἔρημο, ἡ Μαρία δέχεται τά Ἄχραντα Μυστήρια. «Πατέρα, ἔφτασε τό Αἷμα Σου τό Τίμιο μέχρις ἐδῶ, μαζί μέ τό Πανάγιο Σῶμα Σου, εἰς ἄφεσιν μου ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον...».   
  Φεύγει ὁ Γέροντας... Ὅμως τό ὄνομα...; Πῶς εἶναι τό ὄνομα τῆς γυναικός πού ἐκοινώνησε; Τό ἐφεξῆς ἔτος, ἐπανελθών ὁ Ζωσιμᾶς εὗρεν αὐτήν νεκράν καί δίπλα της ἐπί τῆς γῆς χαραγμένα τά γράμματα: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψον ὦδε τό σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τήν αὐτήν ἡμέραν, καθ’ ἥν ἐκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπέρ ἐμοῦ»
   Ἀδελφοί μου. Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, μᾶς περιμένει, ὅπως εἴμαστε, ἀρκεῖ νά τοῦ δώσωμε τόν ἑαυτό μας. Μετά τήν ὅποια πτώση ὑπάρχει ἡ ἀνάσταση. Ἕνα ὅν μόνο ἔχει τό θλιβερό προνόμιο νά σέρνεται συνεχῶς στήν γῆ καί νά μή μπορῇ νά ὑψωθῇ, τό σκουλήκι. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα νά βιώσῃ τήν ἀνάσταση.
   Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας τό βεβαιώνει. Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος τό διακηρύσσει καί τό ἐπισφραγίζει: «Εἶδον ἀκαθάρτους ψυχάς περί ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας· καί δή σκέψιν μετανοίας προσλαβοῦσαι, ἐκ πείρας ἔρωτος, τόν αὐτόν πρός Κύριον μετενηνόχασιν ἔρωτα· καί πάντα φόβον ὑπερπηδήσασαι, ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ ἐνεκεντρίσθησαν». Ἡ ἁμαρτία προσφέρει θάνατο. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στήν ζωή, ἀφοῦ «μετάνοια ἐστίν ἀνάκλησις βαπτίσματος· μετάνοια ἐστί συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου» (Κλῖμαξ, λόγος ε’). 
  Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, μᾶς κάνει μετόχους τῆς οὐρανίου χαρᾶς καί μακαριότητος, ἀφοῦ γινόμαστε ὅμαιμοι καί σύσσωμοι Αὐτοῦ. 
  Ἄς βοηθήσωμε, ἤ μᾶλλον ἄς ἀφήσωμε τήν ψυχή μας, νά κάνῃ τό σωτήριο πέρασμα, νά βιώσῃ δηλαδή, τό Πάσχα της, τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, τοῦ Ἅδου τήν καθαίρεση καί νά ἑορτάσῃ ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...