«Έχετε
πολύ ωραία μάτια!», της λέω μπροστά από το μοναστήρι που δημιούργησε η
ίδια πριν από 15 περίπου χρόνια. Με κοιτάει από το ιερό, χαμηλώνει ξανά
το βλέμμα της και μου απαντάει μονολεκτικά: «Είχα!». Η ζωή της
Γερόντισσας Θεονύμφης χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που
τραγουδούσε μέχρι τα 42 της χρόνια στις πίστες μαζί με τους stars της
εποχής- τότε που λεγόταν Μαίρη Αλεξοπούλου- και σε αυτήν που ζει σήμερα
ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι, λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη
πια του Κυρίου- αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.
«Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν 6 παιδιά στην οικογένεια, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Η μητέρα μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια πολύ μεγάλων μουσικών, όλοι είχαν πολύ ωραίες φωνές, εκείνη έπαιζε μαντολίνο και, όπως καταλαβαίνετε, είχα ποτιστεί από μικρή με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του Θεού, κάθε Κυριακή ήταν απαραίτητο να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε. Εκείνος ήταν επίτροπος στην Μητρόπολη Περιστερίου, έκανε κήρυγμα στο σπίτι μας μία φορά την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου είχε τέτοια πίστη που, όταν μας μιλούσε για το Θεό, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Αυτά τα δάκρυά του, φυτεύτηκαν από τότε στην καρδιά μου, είναι το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου. Δεν ήμουνα κοινωνικό παιδί, ήμουνα περισσότερο μοναχική. Έρχονταν οι συγγενείς μας και μου έλεγε η μαμά μου "έλα να χαιρετήσεις τη θεία σου" και της απαντούσα "άσε με μόνη μου, καλέ μαμά", δεν ήθελα. Τους αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά επιθυμούσα να είμαι μόνη, είχα μία φυσική συστολή. Παιχνίδια έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, κυρίως αγορίστικα. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο, άριστη στα θρησκευτικά. Όταν ήμουν 10 χρόνων ήθελα να γίνω χορεύτρια, μου άρεσε πολύ ο χορός, είχα φυσικές κινήσεις. Από όλα χόρευα, πιο πολύ όμως μου άρεσε το κλασσικό μπαλέτο. Θυμάμαι που έβαζα και άκουγα γλυκές μελωδίες και εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου στον ουρανό να χορεύω πλάι στο Θεό, με λευκά ρούχα. Όραμα ήταν. Μέσα μου είχα πάντα ένα παιδάκι και ελπίζω αυτό ακόμη να ζει».
«Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν 6 παιδιά στην οικογένεια, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Η μητέρα μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια πολύ μεγάλων μουσικών, όλοι είχαν πολύ ωραίες φωνές, εκείνη έπαιζε μαντολίνο και, όπως καταλαβαίνετε, είχα ποτιστεί από μικρή με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του Θεού, κάθε Κυριακή ήταν απαραίτητο να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε. Εκείνος ήταν επίτροπος στην Μητρόπολη Περιστερίου, έκανε κήρυγμα στο σπίτι μας μία φορά την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου είχε τέτοια πίστη που, όταν μας μιλούσε για το Θεό, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Αυτά τα δάκρυά του, φυτεύτηκαν από τότε στην καρδιά μου, είναι το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου. Δεν ήμουνα κοινωνικό παιδί, ήμουνα περισσότερο μοναχική. Έρχονταν οι συγγενείς μας και μου έλεγε η μαμά μου "έλα να χαιρετήσεις τη θεία σου" και της απαντούσα "άσε με μόνη μου, καλέ μαμά", δεν ήθελα. Τους αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά επιθυμούσα να είμαι μόνη, είχα μία φυσική συστολή. Παιχνίδια έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, κυρίως αγορίστικα. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο, άριστη στα θρησκευτικά. Όταν ήμουν 10 χρόνων ήθελα να γίνω χορεύτρια, μου άρεσε πολύ ο χορός, είχα φυσικές κινήσεις. Από όλα χόρευα, πιο πολύ όμως μου άρεσε το κλασσικό μπαλέτο. Θυμάμαι που έβαζα και άκουγα γλυκές μελωδίες και εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου στον ουρανό να χορεύω πλάι στο Θεό, με λευκά ρούχα. Όραμα ήταν. Μέσα μου είχα πάντα ένα παιδάκι και ελπίζω αυτό ακόμη να ζει».
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν "γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή, αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι". Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στην "Χωριάτικη Ταβέρνα" στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όλες οι κυρίες εκεί μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη, ήμουνα "το μικρό" τους, μου είχαν φτιάξει μάλιστα ένα ωραίο φουστάνι με ταφτά, με φιόγκο και τριαντάφυλλο. Αυτό ήταν το πρώτο ρούχο που είχα βάλει ως τραγουδίστρια, το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουνα ωραίο κοριτσάκι, πολύ αθώα, δεν είχα βγει ακόμη στη ζωή. Μετά ξεκίνησα να τραγουδάω στην "Νεράιδα της Αθήνας" στην Κυψέλη. Τότε έλεγα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και, σιγά σιγά, εξελίχθηκα. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια εμφάνιση μου εκεί, γνωρίστηκα με τον Κλάβα τον μαέστρο. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, εκείνος έγραψε τον πρώτο μου δίσκο το 1966. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε πειστεί, το πήρε απόφαση ότι εγώ θα γίνω τραγουδίστρια. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το "πανηγύρι". Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Μετά πήγα στην Ισπανία, σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ, διακρίθηκα ξανά και αργότερα ξαναπήρα πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει εδώ στην Αθήνα με τον Οικονομίδη. Εντωμεταξύ συνέχιζα να τραγουδώ στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζω δίσκους. Δούλεψα στην Παλιά Αθήνα, στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Δειλινά, στα Αστέρια, με τον Πουλόπουλο, τον Βογιατζή, τον Φίλιππο Νικολάου, το Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μπέσυ Αργυράκη, τον Μεταξόπουλο, πολλούς, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Τα έχω και λίγο αποβάλει από τη μνήμη μου. Εγώ έκανα τη δουλειά μου, έφευγα από το μαγαζί, μου άρεσε η ησυχία, δεν κάπνιζα, δεν έπινα , δεν έπαιζα χαρτιά. Πήγαινα από τις 10 το βράδυ και κοιμόμουνα το πρωί. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου όμως υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρόλα αυτά εγώ, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα, τα αφιέρωνα στο Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν "γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή, αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι". Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στην "Χωριάτικη Ταβέρνα" στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όλες οι κυρίες εκεί μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη, ήμουνα "το μικρό" τους, μου είχαν φτιάξει μάλιστα ένα ωραίο φουστάνι με ταφτά, με φιόγκο και τριαντάφυλλο. Αυτό ήταν το πρώτο ρούχο που είχα βάλει ως τραγουδίστρια, το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουνα ωραίο κοριτσάκι, πολύ αθώα, δεν είχα βγει ακόμη στη ζωή. Μετά ξεκίνησα να τραγουδάω στην "Νεράιδα της Αθήνας" στην Κυψέλη. Τότε έλεγα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και, σιγά σιγά, εξελίχθηκα. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια εμφάνιση μου εκεί, γνωρίστηκα με τον Κλάβα τον μαέστρο. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, εκείνος έγραψε τον πρώτο μου δίσκο το 1966. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε πειστεί, το πήρε απόφαση ότι εγώ θα γίνω τραγουδίστρια. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το "πανηγύρι". Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Μετά πήγα στην Ισπανία, σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ, διακρίθηκα ξανά και αργότερα ξαναπήρα πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει εδώ στην Αθήνα με τον Οικονομίδη. Εντωμεταξύ συνέχιζα να τραγουδώ στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζω δίσκους. Δούλεψα στην Παλιά Αθήνα, στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Δειλινά, στα Αστέρια, με τον Πουλόπουλο, τον Βογιατζή, τον Φίλιππο Νικολάου, το Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μπέσυ Αργυράκη, τον Μεταξόπουλο, πολλούς, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Τα έχω και λίγο αποβάλει από τη μνήμη μου. Εγώ έκανα τη δουλειά μου, έφευγα από το μαγαζί, μου άρεσε η ησυχία, δεν κάπνιζα, δεν έπινα , δεν έπαιζα χαρτιά. Πήγαινα από τις 10 το βράδυ και κοιμόμουνα το πρωί. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου όμως υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρόλα αυτά εγώ, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα, τα αφιέρωνα στο Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την "μπάμπολα", το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μία μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό. Πηγαίναμε παρέα στα μαγαζιά, δούλευε μαζί μου, ήταν πολύ εργατική όπως ήμουνα κι εγώ. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί, έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Το είχαν μάθει όλοι, αλλά σ εμένα δεν έλεγαν τίποτα. Τότε πήρε ένας γνωστός μας τηλέφωνο και μου είπε "δεν έχει έρθει η κόρη σας να ανοίξει το μαγαζί. Συμβαίνει κάτι;". Το αίμα μου πάγωσε. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία, "σας παρακαλώ", τους είχα πει, "τι έχει συμβεί με αυτό το όνομα;". Και γυρίζει και μου λέει η κοπέλα στο τηλέφωνο "η κόρη σας κυρία μου, είναι νεκρή". Έτσι ψυχρά. Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου, ανέβηκα στον καναπέ και πήδαγα μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκα στη βεράντα μας και, από ένα σύννεφο, ξεκίνησαν να πέφτουν σταγόνες. Χοντρές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και εκείνη την ώρα γυρνάω στο Θεό και του λέω "Θεέ μου, κλαις κι εσύ μαζί μου;". Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν να έρχονται στο σπίτι μας δημοσιογράφοι, εμένα μου έδωσαν χάπια για να ηρεμήσω, έκρυψαν όλες τις εφημερίδες για να μην βλέπω το πρόσωπο του παιδιού. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Ο Θεός με βοήθησε σιγά σιγά να αναρρώσω. Πήγαμε με τον άντρα μου στο εξωτερικό για να ηρεμήσω. Στο σώμα μου είχε μείνει μόνο η πέτσα και το κόκαλο. Θυμάμαι που, τον πρώτο καιρό, έμπαινα στο δωμάτιο της δεύτερης μου κόρης και την έβλεπα συνέχεια κλαμένη, εκείνη δεν το άντεχε. Αλλά εγώ μπροστά της, ήμουνα βράχος, δυνατή. Η ψυχή μου το ήξερε πώς ήμουνα όταν έμενα μόνη μου. Προσπάθησα να ξαναβγώ και να τραγουδήσω, διότι έπρεπε να δουλέψω, είχα πάει στα Αστέρια, αλλά εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σ αυτό. Το συζήτησα και με τον άντρα μου, του είπα ότι δεν μπορώ άλλο, ότι θέλω να είμαι μόνη μου και χωρίσαμε. Με κατάλαβε. Καλός άνθρωπος, ωραίος άνθρωπος. Δεν έχουμε επαφές σήμερα, αλλά συνεχίζω να τον αγαπάω σαν αδελφό μου. Έμεινα με την κόρη μου. Δεν ήθελα να βλέπω τίποτα, δεν ήθελα να ακούω τίποτα, δεν με ενδιέφερε τίποτα. Πήγαινα συνέχεια στην εκκλησία, σε αγρυπνίες, εκεί αισθανόμουνα ανακούφιση, ένιωθα ότι αγαλλίαζε η ψυχή μου. Το 1986 αποφάσισα να πάω σε έναν γέροντα και να γίνω μοναχή. Κανένας δεν με επηρέασε, μόνη μου πήρα την απόφαση. Συγχωρέστε με, αλλά δεν μπορώ να σας πω πως ακριβώς συνέβη. Αυτό είναι μεταξύ εμένα και του Θεού. Στην αρχή έγινα ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια έγινα μεγαλόσχημη και μετά έγινε η ηγουμενική μου ενθρόνιση με μήνυμα που είχε έρθει από το Άγιον Όρος, δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, δεν θέλησα ποτέ να μάθω. Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριο μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε που βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει, να είσαι βέβαιος παιδί μου ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές- δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο.
Ξυπνάω κάθε μέρα στις 4:30, μόλις χαράξει βγαίνω έξω, κάνω προσευχή, μιλώ με το Θεό, γράφω άσματα, προσευχές, εργάζομαι στο μοναστήρι όλη τη μέρα. Το βράδυ κοιμάμαι τρεις ώρες, αλλά μου είναι αρκετές. Δεν βγαίνω από δω, εκτός αν πρέπει να πάω σε κάποια προσκυνήματα, δεν βλέπω τηλεόραση, με ενημερώνουν οι πιστοί που έρχονται εδώ τις Κυριακές για να προσκυνήσουν. Καμιά φορά ξεχνάω να φάω, αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη, η ψυχή μου είναι ήρεμη. Παλιά φοβόμουνα πολύ το θάνατο, τώρα δεν τον φοβάμαι, παρακαλάω μόνο το Θεό να είμαι έτοιμη όταν θα με πάρει. Εδώ, μέσα στο μοναστήρι, έχω φτιάξει και το μνήμα μου. Στο μοναστήρι έχουμε απ όλα, τίποτα δεν μας λείπει, ο Θεός έχει φροντίσει για μας. Ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ, καμιά φορά- στα καλά καθούμενα- έχω πειρασμούς, αλλά προσπαθώ να τους αποβάλλω. Κάτι που θα σκεφτώ, για παράδειγμα, ή μία φήμη που δεν υφίσταται. Όταν έχασα την κόρη μου στενοχωριόμουνα, αλλά τώρα λέω "αφού το επέτρεψε ο Θεός ...;", ξέρω ότι είναι πολύ καλά εκεί που βρίσκεται. Έχω και δύο εγγόνια από την άλλη μου κόρη, τον Παναγιώτη- Νικόλα και τη Μαριτίνα- τα αγαπώ πολύ αυτά τα παιδιά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά ο Θεός με προόριζε για αυτό. Μακάρι να γινόμουνα μοναχή πιο νωρίς, αλλά τότε το θέλησε ο Κύριος να συμβεί. Παλιά έλεγαν για τα χέρια μου ότι είναι κρινοδάχτυλα, τώρα από τη δουλειά έχουν γίνει σαν πέτρα. Δεν με πειράζει, αφού τα ποτίζει ο Θεός με αγάπη. Κι άλλη ζωή να είχα, πάλι μοναχή θα γινόμουνα».
Μαίρη Αλεξοπούλου: Η τραγουδίστρια που έγινε μοναχή
Η
ιστορία της Μαίρης Αλεξοπούλου, επιτυχημένης τραγουδίστριας στην
δεκαετία του '60 που σήμερα ζει ως γερόντισσα Θεονύμφη, χωρίζεται σε δύο
περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 43 της χρόνια στις πίστες
και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι λίγο
έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου - Αυτόν που επέλεξε να
υπηρετήσει για πάντα.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο
μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το
τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί.
Του έλεγαν "Γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή! Αφήστε
την να εξελιχθεί με το τραγούδι". Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος
έπαιζε σε μία ορχήστρα στη Χωριάτικη Ταβέρνα στην Εκάλη, του υποσχέθηκε
ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο
σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι
ξεκίνησα. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ
Δενάρδου, το "Πανηγύρι". Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο.
Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου
χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από
την οικογένειά μου. Μέσα μου, όμως, υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε
είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της
Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που
ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι
του χώρου. Παρ' όλα αυτά, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην
πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω
στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο
μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την
Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να
εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα
τραγουδήσει την "Μπάμπολα", το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και
ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν
είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη
δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με
τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω
μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μια μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η
Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει
Πολιτικές Επιστήμες στο εξωτερικό. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από
το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας
Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Τότε
κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Το
1992 δημιούργησα το ησυχαστήριό μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον
κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με
παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και
τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε πού βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι,
γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα
θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να
προσκυνήσει να είσαι βέβαιος, παιδί μου, ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και
όσες μοναχές -δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι
άβατο».
Ο Θρήνος της Μάνας
Η
Υπεραγία Θεοτόκος με όλη τη θεική χάρη που περιβάλλει την ύπαρξή της
σαν Μητέρας του Χριστού, δεν παύει να είναι μια Μανα, που έχει για το
Μονογενή της τα αισθήματα, που έχουν όλες οι Μανάδες για τα παιδιά των.
Έτσι οι ιεροί υμνογράφοι στις θεομητορικές εορτές (και σε άλλες εορτές), αναφερόμενοι στο πανσεβάσμιο πρόσωπό της ομιλούν συχνά για πόνους και θρήνους της Μητέρας του Χριστού. Ιδιαίτερα στα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής και σε άλλα λαϊκά μοιρολόγια της Σταύρωσης, η Παναγία κλαίει και θρηνεί το Μονογενή της με λόγια τρυφερά και πονεμένα που συντρίβουν την ανθρώπινη καρδιά.
Παραθέτομε μερικά από τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής:
Κλαίει και θρηνεί σε, η πάναγνός Σου Μητηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.
Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μητηρ,
Σου Λογε, νεκρωθέντος.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;
Παρ' όλα αυτά τα οδυνηρά κλάματα της πονεμένης Μανας του Σταυρού, δεν υπάρχει σε αυτά ίχνος απελπισίας γιατί γνωρίζει ότι ο Υιός της θα αναστηθή κι αυτή η βεβαιότητα την παρηγορεί και τη στηρίζει.
«Ανάστα Ζωοδότα, η Σε τεκούσα Μητηρ δακρυροούσα λέγει».Τονίζομε αυτή την παρηγορημένη στάση της Μητέρας του Χριστού και την υπευνθυμίζομε στις χριστιανές Μανες οι οποίες συχνά συντρίβονται στούς θανάτους των παιδιών των σαν να μην έχουν την ελπίδα του «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», που τόσο θριαμβευτικά τονίζει το Συμβολο της Πιστεωως μας.
Γνωρίζομε πόσο οδυνηρός είναι ο θάνατος των παιδιών για τη Μανα, όμως το παράδειγμα της πονεμένης Μανας του Σταυρού γίνεται παρηγοριά και στήριγμα για τις χριστιανές Μανες, που βλέπουν στο φέρετρο τα πεθαμένα παιδιά των, όπως η Παναγία έβλεπε το Σταυρωμένο τέκνο της πάνω στο Σταυρό.
Ω Πονεμένη Μανα του Σταυρού! Δινε την παρηγοριά σου σ' όλες τις Μανες του κόσμου.
Έτσι οι ιεροί υμνογράφοι στις θεομητορικές εορτές (και σε άλλες εορτές), αναφερόμενοι στο πανσεβάσμιο πρόσωπό της ομιλούν συχνά για πόνους και θρήνους της Μητέρας του Χριστού. Ιδιαίτερα στα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής και σε άλλα λαϊκά μοιρολόγια της Σταύρωσης, η Παναγία κλαίει και θρηνεί το Μονογενή της με λόγια τρυφερά και πονεμένα που συντρίβουν την ανθρώπινη καρδιά.
Παραθέτομε μερικά από τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής:
Κλαίει και θρηνεί σε, η πάναγνός Σου Μητηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.
Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μητηρ,
Σου Λογε, νεκρωθέντος.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατον μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;
Παρ' όλα αυτά τα οδυνηρά κλάματα της πονεμένης Μανας του Σταυρού, δεν υπάρχει σε αυτά ίχνος απελπισίας γιατί γνωρίζει ότι ο Υιός της θα αναστηθή κι αυτή η βεβαιότητα την παρηγορεί και τη στηρίζει.
«Ανάστα Ζωοδότα, η Σε τεκούσα Μητηρ δακρυροούσα λέγει».Τονίζομε αυτή την παρηγορημένη στάση της Μητέρας του Χριστού και την υπευνθυμίζομε στις χριστιανές Μανες οι οποίες συχνά συντρίβονται στούς θανάτους των παιδιών των σαν να μην έχουν την ελπίδα του «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», που τόσο θριαμβευτικά τονίζει το Συμβολο της Πιστεωως μας.
Γνωρίζομε πόσο οδυνηρός είναι ο θάνατος των παιδιών για τη Μανα, όμως το παράδειγμα της πονεμένης Μανας του Σταυρού γίνεται παρηγοριά και στήριγμα για τις χριστιανές Μανες, που βλέπουν στο φέρετρο τα πεθαμένα παιδιά των, όπως η Παναγία έβλεπε το Σταυρωμένο τέκνο της πάνω στο Σταυρό.
Ω Πονεμένη Μανα του Σταυρού! Δινε την παρηγοριά σου σ' όλες τις Μανες του κόσμου.
ΔΥΟ ΜΗΤΕΡΕΣ (Ποίημα)
Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που 'γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα?
Κ'αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει. Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει?
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει?
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν, νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου, είμαι κ'εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου?
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά: αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου.
Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα,Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:
<<ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ>>
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που 'γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα?
Κ'αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει. Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει?
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει?
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν, νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου, είμαι κ'εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου?
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά: αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου.
Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα,Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:
<<ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ>>
πηγή: Άγιον Όρος - Περιβόλι της Παναγίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου