Προς μια παγκόσμιο θρησκεία;
του Οσιολογ. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη
Κατ’ αρχήν θα ήταν πιο σωστό να μιλούμε για διαθρησκειακές συναντήσεις και όχι για διαθρησκειακούς διαλόγους, διότι στο πλαίσιο των διαλόγων αυτών δεν έχουμε ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο ή επιστημονικές ανακοινώσεις, όπως π.χ. σε ένα επιστημονικό θρησκειολογικό συνέδριο, αλλά κάτι που καθιστά προβληματικούς και ζημιογόνους για την Εκκλησία τους διαλόγους αυτούς. Καλλιεργείται, δυστυχώς, ο συγκρητισμός, ο οποίος σχετικοποιεί την ευαγγελική αλήθεια.
Αρκούν για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο, δηλώσεις από χείλη επισημοτάτων εκκλησιαστικών ταγών που εκπροσωπούν την Ορθοδοξία, όπως αυτές του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην «Παγκόσμιο Διάσκεψη Θρησκείας και Ειρήνης» στη Riva del Garda της Ιταλίας στις 4-11-1994. Ο Παναγιώτατος δηλώνει ότι «πρέπει να συντελέσωμε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του Οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί «μόνον εφ’ όσον είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού». Και απευθύνει την εξής πρόσκληση: «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κουμφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια για να οδηγήσωμε τον κόσμο μας μακριά από τους ψεύτικους προφήτες του εξτρεμισμού και της μη ανοχής»1. Επίσης ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Δαμασκηνός, ο οποίος ήταν, μέχρι της προσφάτου σοβαράς ασθενείας του, ο άνθρωπος-κλειδί των διαλόγων αυτών από Ορθοδόξου πλευράς, δηλώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «κατά βάθος, μια εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου» 2.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πλήθος παρομοίων δηλώσεων εκ μέρους Ορθοδόξων, αλλά δεν το επιτρέπει ο χώρος. Οι προαναφερθείσες δηλώσεις που εκφράζουν το πολυθρησκευτικό μοντέλο της Νέας Τάξεως Θρησκευτικών Πραγμάτων, όπως το είδαμε να πραγματώνεται το 1986 στην Ασίζη Α΄, όπου εκπρόσωποι όλων σχεδόν των θρησκειών, με επικεφαλής τον πάπα, προσευχήθηκαν ο καθένας με το δικό του τρόπο «για την ειρήνη του κόσμου», ή εντελώς πρόσφατα στην Ασίζη Γ΄ (Ιανουάριος 2002), αβίαστα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει και στις άλλες πίστεις και θρησκείες σωτηρία!
Βεβαίως δε φθάσαμε ξαφνικά σ’ αυτό το σημείο. Ο συγκρητισμός ξεκίνησε ως διαχριστιανικός στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) και στη συνέχεια έγινε διαθρησκειακός. Επεκτάθηκε, δηλαδή, στις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Χριστιανισμό, Ιουδαϊσμό, και Ισλάμ), όπως θέλουν να τις ονομάζουν οι συγκρητιστές, θεωρώντας τες ως «Αβρααμικές παραδόσεις», και κατόπιν επεκτάθηκε και στις άλλες θρησκείες.
Αν θελήσουμε να ψάξουμε βαθύτερα, θα δούμε ότι το πρότυπο της ενώσεως που προϋποθέτουν και προωθούν οι διαθρησκειακές συναντήσεις είναι ανθρωποκεντρικό (ουμανιστικό). Η προοπτική τους είναι πλήρως εγκοσμιοκρατική. Στόχος τους, που όχι απλώς δεν αποκρύπτεται, αλλά με κάθε ευκαιρία διακηρύσσεται, είναι να δώσουν όλες οι θρησκείες, όλοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι, κοινή μαρτυρία «για το καλό του κόσμου», να συστρατευθούν για να αντιμετωπίσουν –όπως λένε– τον αθεϊσμό, τον υλισμό, τον πόλεμο, την τρομοκρατία, τη μόλυνση του περιβάλλοντος κ.ο.κ.
Η Ορθοδοξία που εκπροσωπείται στους διαθρησκειακούς διαλόγους και στις συναντήσεις με συμπροσευχές τύπου Ασίζης είναι, δυστυχώς, μια θρησκειοποιημένη και εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία. Αυτό που λησμονείται από τους συγκρητιστές είναι ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία.3
Τα αποτελέσματα
Ποια είναι όμως άραγε τα αποτελέσματα των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων από τη δεκαετία του ’70, που ξεκίνησαν, μέχρι σήμερα;
Οι συναντήσεις αυτές προϋπέθεταν το αλλοιωμένο και εκκοσμικευμένο φρόνημα αυτών που τις έθεσαν σε εφαρμογή. Με τη σειρά τους οι συναντήσεις και οι διάλογοι αυτοί τείνουν να διαμορφώσουν ένα νέο «διαθρησκειακό ήθος». Η άμβλυνση των ορθόδοξων κριτηρίων και ο δογματικός μινιμαλισμός επεκτείνονται επικίνδυνα στο εκκλησιαστικό σώμα, ιδιαίτερα στο χώρο της διασποράς, με όλο και περισσότερο διαφαινόμενο τον κίνδυνο μετατροπής της Εκκλησίας σε «ουμανιστική θρησκευτική λέσχη».
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης, «η Ασίζη είναι οπισθοδρόμηση, μας πηγαίνει στην προ Χριστού εποχή, είναι η Γαλιλαία των εθνών, η γη Ζαβουλών και η γη Νεφθαλείμ, όπου κατά το Ευαγγέλιο υπήρχαν και συνηντώντο πολλές θρησκείες και πολλοί πολιτισμοί, ένα πανθρησκειακό και πολυπολιτισμικό μοντέλο, σαν αυτό που οικοδομούν σήμερα οι ηγέτες της Νέας Εποχής με κινητήριο μοχλό το Βατικανό στο χώρο της θρησκείας, και με θρησκευτικό πλανητάρχη τον πάπα»4.
Οι αντιρρήσεις
Μεταξύ των αντιρρήσεων που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς για τους διαθρησκειακούς διαλόγους, όπως γίνονται σήμερα, είναι και οι εξής:
Υπάρχει έλλειψη ενημερώσεως. Όχι μόνο οι απλοί πιστοί, αλλά ούτε και οι κληρικοί, ούτε και οι Ορθόδοξοι επίσκοποι ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στις συναντήσεις αυτές και τι αποφάσεις λαμβάνονται. Τα θέματα του διαλόγου τα χειρίζονται ολιγάριθμοι «τεχνοκράτες των διαλόγων», οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εκφράζουν, δυστυχώς, το εκκλησιαστικό σώμα και την αυτοσυνειδησία του.
Υπάρχει έλλειμμα ουσιαστικής και όχι τυπικής συνοδικότητας. Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους διαθρησκειακούς διαλόγους απεφασίσθη σε Πανορθόδοξες Διασκέψεις στη Ρόδο (1961, 1963 και 1964) και στο Σαμπεζύ της Ελβετίας (1968 και 1976). Οι αποφάσεις αυτές, όπως λέγεται, θα τεθούν υπό την κρίσιν της μελλούσης Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός όμως καλπάζει χωρίς να περιμένει τη Μεγάλη Σύνοδο. Εξ άλλου είναι γνωστή η κριτική που ήσκησε ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης στον τρόπο λήψεως αποφάσεων κατά την Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδική Διάσκεψη στη Ρόδο, στην οποία και συμμετείχε. Οι αποφάσεις και στην Γ΄ και στις υπόλοιπες Προσυνοδικές Διασκέψεις ελήφθησαν όχι με διαφανείς διαδικασίες αλλά σχεδόν εξ υφαρπαγής.
Η αναγνώριση και των άλλων θρησκειών ως οδών σωτηρίας έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση του κηρύγματος της μετανοίας, εφ’ όσον συνυπάρχουν αρμονικά αλήθεια και πλάνη. Αυτό έχει με τη σειρά του ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση της ιεραποστολής, εφ’ όσον πλέον αντί κηρύγματος μετανοίας τίθεται προ ημών η «μεγάλη ιδέα» της κοινής μαρτυρίας των θρησκειών με σκοπό την «υπηρεσία στον άνθρωπο».
Εφ’ όσον οι διαλεγόμενοι σήμερα εκ μέρους των ορθοδόξων «αμνηστεύουν» το Ισλάμ και τις άλλες θρησκείες, δε θα ήταν συνεπές εκ μέρους των να «αμνηστεύουν» -πολλώ μάλλον- και τις παλαιές χριστιανικές αιρέσεις; Εφ’ όσον «αμνηστεύουμε» τον Μωάμεθ, γιατί να μην «αμνηστεύσουμε» και τον Άρειο και τον Μακεδόνιο κ.ο.κ.; Οι νέες βέβαια (παπισμός και προτεσταντισμοί) έχουν ήδη αμνηστευθεί, αφού θεωρούνται «αδελφές Εκκλησίες».
Στους διαλόγους αυτούς, όπως και στους διαχριστιανικούς, δε συζητούνται αυτά που μας χωρίζουν αλλ’ αυτά που μας ενώνουν. Δε συζητούνται τα «διαιρούντα» αλλά τα «ενούντα». Όπως επεσήμανε ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, αναφερόμενος στο διάλογό μας με τους παπικούς, η μεθοδολογία και θεματολογία αυτή του διαλόγου είναι δολία. Στις Οικουμενικές Συνόδους συνεζητούντο, αλλά και σε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ αντιτιθεμένων πλευρών συζητούνται αυτά που χωρίζουν –γι’ αυτό εξ άλλου γίνεται και διάλογος– και όχι γι’ αυτά που ενώνουν.
Υπάρχει σχέδιο;
Φαίνεται όμως ότι υπάρχει σχέδιο το οποίο και εξυπηρετεί η δολία μεθοδολογία των διαλόγων. Η πνευματική μητέρα της «Νέας Εποχής» Αλίκη Μπαίηλυ, τρίτη Πρόεδρος της «Θεοσοφικής Εταιρείας» (πέθανε το 1949), ήδη από το 1947 στο βιβλίο της «Τα προβλήματα της Ανθρωπότητας» αναφέρεται εκτενώς (σσ. 102-137) στην αναγκαιότητα συνεργασίας των θρησκειών για την εμφάνιση της «νέας παγκόσμιας θρησκείας», την οποία –κατά την Μπαίηλυ– «τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει» (ενθ. Αν. σ. 115).
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας, οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπως εφαρμόζονται, δεν ανταποκρίνονται σε μια αυτοφυή αναζήτηση του εκκλησιαστικού σώματος, σε μια «αγαπητική έξοδο» προς τους άλλους, προκειμένου να δώσουμε μαρτυρία Χριστού, αλλά πρόκειται για έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενη πρακτική. Το ότι καταβάλλεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν οι θρησκείες για να εξυπηρετηθούν άλλες σκοπιμότητες (πολιτικές, γεωστρατηγικές, νεοταξικές), φαίνεται καθαρότερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Η.Π.Α.. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει μια διαπλοκή και με άλλες παράλληλες δραστηριότητες και με άλλους οργανισμούς και φορείς (βλ. παραδείγματος χάριν διαθρησκειακά οικολογικά συμπόσια κ.ο.κ.).
Ενστάσεις και απαντήσεις
Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι όλα αυτά (διάλογοι, συναντήσεις) γίνονται, επειδή «αυτό επιβάλλουν οι καιροί». Η εποχή μας, λένε, είναι εποχή του διαλόγου. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε το διάλογο. Εξ άλλου, λένε, διάλογο κάνουμε, δεν αλλάζουμε την πίστη μας.
Βεβαίως η Εκκλησία ποτέ δεν αρνείται το διάλογο σε όσους τον ζητούν καλοπροαίρετα. Ο ποιμαντικός διάλογος, σε προσωπικό κυρίως επίπεδο, με τους επιθυμούντας να γνωρίσουν την Ορθοδοξία, ετερόδοξους και ετερόθρησκους, ήταν πάντοτε μέσα στις προτεραιότητες των Ορθοδόξων ποιμένων, των δυναμένων να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο έργο. Το θέμα είναι ότι οι σημερινοί διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί διάλογοι δεν υπάγονται σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά επιβάλλονται έξωθεν και άνωθεν, όπως ήδη αναφέραμε. Το κεντρικό ερώτημα είναι ποιοι εκπροσωπούν την Ορθόδοξο Εκκλησία στους διαλόγους αυτούς και από ποιο φρόνημα διαπνέονται; Ποια είναι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα διεξαχθούν οι διάλογοι; Είναι ορθόδοξα ή μήπως είναι αλλοιωμένα; Εξυπηρετούνται σκοπιμότητες ή όχι;
Εφ’ όσον για μας τους Ορθόδοξους η Εκκλησία εκφράζεται αυθεντικά από τους αγίους, θα πρέπει να δούμε τι έκαναν σε ανάλογες περιπτώσεις οι άγιοι.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς –τον οποίο κακώς επικαλούνται οι σήμερον διαλεγόμενοι εκ μέρους των Ορθοδόξων– κάτω από συνθήκες σκληρής αιχμαλωσίας διαλεγόμενος με τους Οθωμανούς Τούρκους, δεν εδίστασε, με κίνδυνο της ζωής του, να πει την αλήθεια και να ελέγξει την πλάνη τους. Σήμερα λέμε την αλήθεια; Δίδουμε μαρτυρία Ιησού Χριστού εσταυρωμένου ή συσχηματιζόμεθα με το πνεύμα του κόσμου τούτου;
Πάντως το επιχείρημα ότι «αυτό απαιτεί η εποχή» δεν είναι θεολογικό αλλά κοσμικό. Η προσαρμογή της Εκκλησίας και η χρήση από αυτή των δυνατοτήτων που παρέχει η κάθε εποχή, έχει πάντοτε ως κριτήριο τη μη αλλοίωση του περιεχομένου της διδασκαλίας της. Έτσι τίθενται όρια, πέρα από τα οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να προχωρήσει. Το κύριο πρόβλημά μας σήμερα είναι ο μη σεβασμός από εμάς τους ίδιους αυτών των ορίων.
Είναι γνωστό ότι οι ισχυροί του κόσμου τούτου πιέζουν και για τη θρησκευτική ενοποίηση στο πλαίσιο της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποιήσεως. Εκεί όμως θα φανεί η ηθική και πνευματική ποιότητά μας και η αγάπη μας για τον Χριστό. Μήπως στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς η πίεση δεν ήταν μεγαλύτερη; Τότε υπήρχε και η αγχόνη, που δεν υπάρχει σήμερα. Γιατί λοιπόν τότε δεν υποχωρούσαν οι Ορθόδοξοι στις πιέσεις και θα πρέπει εμείς σήμερα να υποχωρήσουμε; Γιατί και εμείς να μην κρατήσουμε τη στάση ενός Αγίου Μαξίμου Ομολογητού ή ενός Αγίου Γρηγορίου Παλαμά; Γιατί να αλλάξουμε αυτά που εκείνοι μας παρέδωσαν; Μήπως είμεθα αγιώτεροι ή σοφώτεροι από εκείνους; Το ερώτημα που τίθεται αμείλικτα είναι: Γιατί η Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα δεν υιοθέτησε αυτές τις καινοφανείς πρακτικές; Γιατί οι άγιοι απόστολοι, και οι μάρτυρες όλων των αιώνων, αντί να σύρονται στα κριτήρια των τυράννων και να οδηγούνται στο μαρτύριο, δε συνέστησαν διαθρησκειακές συναντήσεις και συμβούλια με τους εκπροσώπους των τότε θρησκειών;
Θα υπήρχε σήμερα Ορθοδοξία αν οι άγιοι εφήρμοζαν από τότε τη σημερινή πρακτική των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων; Δεν ενδιαφέρονταν οι άγιοι για το καλό της ανθρωπότητας, για την ειρήνη κ.ο.κ.; Εξ άλλου, ας μας πουν οι υπέρμαχοι των διαλόγων, πόσοι ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι προσήγγισαν και ησπάσθησαν την Ορθοδοξία μέσω των συναντήσεων αυτών και των διαλόγων; Όσοι γίνονται ορθόδοξοι σήμερα στο εξωτερικό, γίνονται επειδή γνώρισαν κάποιο θεοφώτιστο Γέροντα ή διάβασαν κάποιο βιβλίο σαν τη «Φιλοκαλία» και όχι επειδή τους επηρέασαν οι διάλογοι. Το πνεύμα που επικρατεί στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους όχι μόνο δε βοηθά αλλά και εμποδίζει κάποιον να γίνει ορθόδοξος.
Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως το μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπος στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη –η ουμανιστική αγαπολογική– τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστια του.
Εξ άλλου η αγάπη η αληθινή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλιώς δεν πρόκειται ούτε για αληθινή αγάπη ούτε για αλήθεια.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι δε φοβούμεθα το διάλογο με τους ετερόδοξους και ετερόθρησκους, αλλά γνωρίζουμε να σεβόμεθα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας δια των αποφάσεων των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων και δια των συγγραμμάτων των. Είναι ανάγκη να πατούμε, ιδιαιτέρως όσοι εκπροσωπούν την Ορθόδοξο Εκκλησία, στο στέρεο έδαφος της Ορθοδόξου Αγιοπατερικής Παραδόσεως και οπωσδήποτε να μη γινόμεθα όργανα που θα εξυπηρετούν συνειδητά, ή έστω αθέλητα, πονηρές σκοπιμότητες.
Το στέρεο αυτό έδαφος το έχει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια περιγράψει ο μαθητής της αγάπης, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, με αυτά τα λόγια: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού. παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι. και τούτο εστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη» 6.
----------------
* Περιοδικό Επικοινωνία, Μάρτιος-Απρίλιος 2002
1. Κατά μετάφρασιν εκ του περιοδικού «Ορθοδοξία», τχ. Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1994, σσ. 745-754, όπου δημοσιεύεται ολόκληρη η ομιλία του Πατριάρχου στα Αγγλικά.
2. Περ. «Επίσκεψις», τχ. 494 (31.7.1993), σ. 23.
3. Βλ. Πρωτ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου: «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», στο βιβλίο του «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» τόμος Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999 (Δ΄ έκδοσις).
4. «Ορθόδοξος Τύπος», 8-2-2002
5. Βλ. Αρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός» τόμος Β΄, σ. 360.
6. Α΄ Ιω. 4,1-3.
Πηγή: http://www3.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/apostoli/issue/49/globalization.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου