Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η εορτή του Τιμίου Προδρόμου στην Κ. Αχαϊα ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΦΤΩΧΗΣ ΚΑΙ ΣΕΜΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑΣ, ΕΓΙΝΕ ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Τράπεζα Αγάπης "Η κυρά Ευτέρπη"

Με λαμπρότητα γιορτάστηκε στην πόλη της Κάτω Αχαϊας η εορτή του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου, Προστάτου της πόλεως. Οι Ιερές Ακολουθίες ετελέσθησαν στον Ιερό Ναό του Τιμίου Σταυρού, καθ΄ όσον ο Ναός του Τιμίου Προδρόμου κατεδαφίσθη μετά τον σεισμό του 2008 και στη θέση του θα αναγερθή ο νέος περικαλλής Ιερός Ναός του Ιερού Βαπτιστού.

Την παραμονή της εορτής ετελέσθη ο Μέγας πανηγυρικός Εσπερινός στον οποίο προέστη και ομίλησε ο Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κωστόπουλος.

Ανήμερα ετελέσθη Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ.Χρυσοστόμου, τη συμμετοχή βουλευτών, του Δημάρχου της περιοχής άλλων τοπικών Αρχών και Φορέων και πλήθους ευσεβούς Λαού.

Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος ανεφέρθη στον Τίμιο Πρόδρομο, ο οποίος προειδοποίησε την έλευση του Κυρίου, εκήρυξε Αυτόν ως Αμνόν του Θεού και τον υπέδειξε ως Σωτήρα στους ανθρώπους, αξιωθείς δια την υπέρ του Αμνού του Θεού ομολογίαν και μαρτυρίαν του, μαρτυρικού τέλους, δια της αποκοπής της Τιμίας αυτού Κεφαλής.

Το πύρινο κήρυγμά του και η τομώτερη υπέρ πάσαν μάχαιραν πυρφόρος γλώσσα του,  η προφητική και ελεγκτική φωνή του είναι και σήμερα επίκαιρα διότι και σήμερα ο άνθρωπος

1. Αρνήθηκε και αρνείται τον Αληθινό Θεό
2. Ειδωλοποιεί και λατρεύει τον εαυτόν του
3. Απολυτοποιεί τις ανθρώπινες πεπερασμένες γνώσεις και δυνατότητές του.
4. Είναι εν πολλοίς σαρκολάτρης και υπηρετεί την φθοροποιόν και θανατηφόρον, την ιοβόλον αμαρτία.
5. Δεν σέβεται την κτίση, την Δημιουργία του Θεού, τον ωραίο αυτόν κόσμο και ναό στον οποίον τον τοποθέτησε ο Θεός με σκοπόν «εργάζεσθαι και φυλάττειν» και δια τούτο απολαμβάνομεν σήμερα τα αποτελέσματα αυτής της ύβρεως.

Ο Σεβασμιώτατος με παραδείγματα από την σύγχρονη πραγματικότητα, επεστήριξε όλα τα ανωτέρω και κατέληξε ότι είναι καιρός πλέον μετανοίας και παρακλήσεως μετά δακρύων, ώστε Κύριος ο Θεός να γίνει ίλεως πάσιν ανθρώποις. 

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
 
Μετά την Θεία Λειτουργία τελέσθηκαν τα εγκαίνια της Τραπέζης Τροφίμων της Ενορίας του Τιμίου Προδρόμου Κάτω Αχαϊας, σε οικία την οποία χάρισε στην ενορία ανακαινισμένη και πλήρως επιπλωμένη ο ευσεβής ιατρός εκ Κάτω Αχαϊας κ. Πέτρος Σπυρόπουλος, εις μνήμην της μακαριστής μητρός του Ευτέρπης, η οποία ήλθε από την ευλογημένη γη του Πόντου πρόσφυγας και μεγάλωσε το μονάκριβο παιδί της μετά ταύτα δουλεύοντας σκληρά στην Κάτω Αχαϊα. 

Ο κ. Σπυρόπουλος έχει ευεργετήσει την ενορία και με το Σπυροπούλειο Ίδρυμα για τα οποία έργα έτυχε της ευαρεσκείας της τοπικής Εκκλησίας.  

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ  π. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ:
 
Μετά τον Αγιασμό των εγκαινίων της Τράπεζας Τροφίμων, μίλησε ο προϊστάμενος της ενορίας Πρωτοπρεσβύτερος π. Απόστολος Δημητρόπουλος, ο οποίος ευχαρίστησε τον Δωρητή για την προσφορά του. Συγκεκριμένα είπε:
Σεβασμιώτατε,  σεβαστοί μου πατέρες, αδελφοί μου αγαπητοί.
Η σημερινή ημέρα είναι σημαντική για την Ενορία μας. Πρωτίστως διότι εορτάζομε πανηγυρίζοντας τον προστάτη μας Τίμιο Πρόδρομο. Αλλά και για τον λόγο ότι εγκαινιάζουμε το «Σπίτι Αγάπης» της Ενορίας μας, στο οποίο από σήμερα  θα προσφέρεται εμπράκτως η αγάπη μας προς στους εν περιστάσει και ανάγκη ευρισκομένους αδελφούς μας.
Το «Σπίτι Αγάπης» αποτελεί προσφορά προς την Ενορία μας του λίαν αγαπητού εις όλους μας συμπολίτου μας ιατρού κ. Πέτρου Σπυρόπουλου. Το κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων από τον ίδιο τον κύριο Πέτρο, επιπλώθηκε και τακτοποιήθηκε αισθητικά με μεράκι και πολύ αγάπη από την αξία σύζυγό του κυρία Καίτη, και παραδόθηκε για την προαναφερθείσα χρήση στην Ενορία μας.
Έλαβε δε ο όνομα «Σπίτι Αγάπης η κυρά Ευτέρπη», εις μνήμην της μητέρας του κυρίου Πέτρου Ευτέρπης,  η οποία τώρα μαζί με την μητέρα και της  αδελφές της, χαίρεται στον ουρανό –είμαι βέβαιος- για την πράξη του παιδιού της.
Σημειώνω ότι γνώρισα -όταν ευρίσκοντο σε μεγάλη ηλικία- την κυρά Ευτέρπη και τις αδελφές της,  κυρίως την Μαρία και την Κούλα. Ευλογημένες ψυχές. Πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα. Πάντα με το δόξα τω Θεώ στα χείλη.
Η κυρά Ευτέρπη, όταν αντιλαμβανότανε ότι βρισκόμουν μόνος στον Αγιάννη μας, ήρχετο σιωπηρώς και μου ενεχείριζε διάφορα χρηματικά ποσά, λέγοντάς μου χαμηλοφώνως. «Παππούλη μου δώστα όπου κρίνεις ότι υπάρχει ανάγκη» και εξηφανίζετο. Την ευλογούσα  και στο μυαλό μου ήρχοντο όλα εκείνα που λέγει ο Κύριός μας στο Ευαγγέλιο,  και οι άγιοι Πατέρες μας στα συγγράμματά τους, για την αγάπη και  την Ελεημοσύνη, που κάνουν τον άνθρωπο να ομοιάζει με τον Θεό.
Ας είναι αιωνία η μνήμη της.
Απ΄ εδώ και πέρα, αδελφοί μου, η Ενορία μας θα φροντίζει ώστε στον χώρο αυτό να προσφέρεται αφειδώς η αγάπη του Χριστού μας σε όλους τους αδελφούς μας που το έχουν ανάγκη. Και αυτό θα γίνεται με  ανιδιοτέλεια και διάκριση, όπως επιτάσσει η ορθόδοξη παράδοσή μας.
Το έργο αυτό Σεβασμιώτατε και αδελφοί μου, θα ενεργείται  από τα μέλη της Φιλοπτώχου αδελφότητος της Ενορίας μας. Πρόκειται για τις κυρίες  Μαρία Βαλανίδου, Παναγιώτα Δρογγίτη, Μαρία Νταή, Αθηνά Λοτσάρη, Αρετή Κουρούσια, Αικατερίνα Τσελεμπή, Ευαγγελία Μπακρώζη, Ευδοκία Βλάχου, Παυλίνα Αγγελοπούλου και Αυριλία Βεσκούκη.  Είναι μία ευλογημένη ομάδα που εργάζεται κάποια χρόνια τώρα με πολύ ζήλο για να εκτυλίσσεται η αγάπη της Ενορίας μας στους εμπεριστάτους αδελφούς μας. Και από την θέση αυτή τις ευχαριστώ θερμώς όλες, για τον πολύ κόπο τους, για όλες γενικότερα τις προσφορές τους, και τις διαβεβαιώνω ότι  είναι παρούσες μαζί με τις οικογένειές τους στις καθημερινές προσευχές μου,  ιδιαιτέρως δε παρίστανται στο νου και την καρδία μου   όταν ευρίσκομαι έμπροσθεν του Αγίου δισχαρίου.
Τελειώνοντας την μικρή μου εισήγηση, επιθυμώ να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες εμού προσωπικώς αλλά και ολοκλήρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Φιλοπτώχου στον δωρητή κύριο Πέτρο Σπυρόπουλο, να τον διαβεβαιώσω ότι κατέχει ο ίδιος, η σύζυγός του κυρία Καίτη αλλά και η αδελφή της κυρία Βάσω ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας, ότι δεν θα λείψει ποτέ  από τις προς Κύριον ευχές μας, και να τον καλέσω να μας πει λίγα λόγια από καρδίας για την προσφορά του. 

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΠΕΤΡΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
 
Στην συνέχεια τον λόγο έλαβε ο κ. Πέτρος Σπυρόπουλος, ο οποίος με όσα είπε για την μητέρα του Ευτέρπη, εις μνήμην της οποίας έκαμε την ως είρηται δωρεά, κατασυγκίνησε τους πάντες. Συγκεκριμένα είπε:
 
Σεβασµιώτατε
Τίµιο Πρεσβυτέριο Συνάδελφε και φίλε Δήµαρχε Εκλεκτοί προσκεκληµένοι Αγαπητοί συµπατριώτες µου
Σας καλωσορίζω στο «σπίτι της Αγάπης».
Μεγάλη η τιµή, γιατί σε µένα έµελλε να προλογίσω αυτό το έργο, που σήµερα εγκαινιάζεται. Είναι έργο κοινωφελές -προσφορά της µάνας µου στους συνανθρώπους µας, που έφτασαν στο κατώφλι της ανέχειας και από αξιοπρέπεια δεν απλώνουν ικετευτικά το χέρι. Επείνασε και εκείνη στα χρόνια της κατοχής και κράτησε την ψυχική της αρχοντιά. Μεταλαµπάδευσε όµως σε µένα µαζί µε την ευχή της και την επιθυµία της να κάνω κάτι ευεργετικό για τους ανήµπορους. Τη θέληση της αυτή υλοποιώ σήµερα.
Το ευαγές αυτό ίδρυµα η γυναίκα µου το βάφτισε «Σπίτι Αγάπης - Κυρά Ευτέρπη».
Από αυτήν εδώ τη θέση θέλω να ευχαριστήσω τον Παπα Αποστόλη, τις κυρίες του φιλοπτώχου ταµείου της ενορίας µας και τον αντιπρόεδρο του εκκλησιαστικού συµβουλίου Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, που τόσο πρόθυµα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσµα µου.
Το κτήριο τούτο ευαγγελίζεται να καταστεί τόπος θαλπωρής και παροχής τροφής σε εµπερίστατους, όπως συνηθίζει να αποκαλεί τους ενδεείς ο Σεβασµιώτατος.
Το σπίτι µε την αποχώρηση της οικογένειας, που φιλοξενήθηκε για µια εικοσαετία, ανακαινίστηκε, οι ζηµιές που είχαν προκληθεί, αποκαταστάθηκαν και ο χώρος διαµορφώθηκε κατάλληλα, για το σκοπό που προορίζεται. Αλλά και η διακόσµηση είναι ανάλογη µε το πνεύµα της εκκλησίας, έτσι ώστε µέσα στην αίθουσα αυτή, να γίνεται ένα άλλο είδος λειτουργίας, µια µυσταγωγία προσφοράς, βιοτικής µέριµνας.
Περιµένω έµπρακτη και σύντοµη επιβεβαίωση του Παπα-Αποστόλη πως το εκκλησάκι αυτό θα λειτουργήσει. Δεν υπάρχουν χώροι για αράχνες. Οι καιροί πιέζουν. Οι χρείαν έχοντες περιµένουν. Μην τους απογοητεύσουµε. Καθόλου δεν υποτιµώ το έργο του φιλοπτώχου ταµείου, που πολλά χρόνια τώρα, έχει ενεργοποιηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αλλά και από την ίδια θέση παρακαλώ τους συµπατριώτες µου να συνδράµουν ανάλογα µε τις δυνατότητές τους ο καθένας, στην υλοποίηση αυτού του έργου ανθρωπιάς, µε χορηγό και εµένα. Αλλά και συ Δήµαρχε µέσα από τα περιθώρια, που σου παρέχει ο κοινωνικός τοµέας του Δήµου, γίνε αρωγός σε αυτή την προσπάθεια. Είναι αρετή να δείχνουµε ευαισθησία σε δυστυχείς συνανθρώπους µας, που η µοίρα δεν τους χαµογέλασε. Ας βιαστούµε όλοι. Η φυλή µας πάντοτε ήταν πρωτοπόρα σε έργα φιλανθρωπίας.
Το σπίτι αυτό, προϊόν µόχθου και έντιµης δουλειάς µιας ολόκληρης ζωής, χτίστηκε από τη µάνα µου απέναντι από το σχολείο, που το υπηρέτησε ως καθαρίστρια. Μέσα σε αυτό έβρισκε αναπαγή το κατάκοπο κορµί της. Σε αυτήν εδώ τη θέση, που στέκοµαι τώρα είχε απλωµένη την πραµάτεια της.
Λιχουδιές, στραγάλια και κουλούρια για τους µαθητές. Η ταλαντούχα µάνα µου εκτός από καθαρίστρια εξελίχτηκε και σε µαγαζατόρισσα. Γλυκοµίλητη, ρεαλίστρια, πρόθυµη, αισιόδοξη και καθόλα κοινωνική. Κάποτε-κάποτε την έβλεπα εδώ µέσα να συλλογιέται και ενίοτε, σε απόγνωση. Σπάνια και να δακρύζει. Πολλές φορές αναστέναζε και ανακουφιζόταν. Χιλιάδες φορές οι αναστεναγµοί της συνοδεύονταν µε Θεϊκή επίκληση.
Στα δύσκολα έλεγε «έχει ο Θεός» ή «δόξα σοι ο Θεός» ή «ο Θεός είναι µεγάλος». Ήταν τολµηρή και θαρρετή. Βαθειά πίστη στο Θεό, ελπίδα και ρίσκο, το τρίπτυχο µιας πορείας γεµάτης βάσανα και δυσκολίες. Σήκωνε το σταυρό της ανηφορίζοντας το Γολγοθά της, υποµονετικά και αγόγγυστα, µε νωπά τα αχνάρια της εδώ µέσα, που σφράγισαν το πέρασµά της.
Σήµερα αυτό το σπίτι -ευλογία και θεία χάριτι- αλλάζει οικοδεσπότη. Κτήτοράς του γίνεται η Εκκλησία και η µάνα µου γιορτάζει και από τον ουρανό βλέπει και αφουγκράζεται τα δρώµενα. Η ίδια πανηγυρίζει και στο πανηγύρι της, η δική σας παρουσία δίνει ξεχωριστή και περίσσια λαµπρότητα. Η εκδήλωση αυτή, είναι χρέος τιµής, όχι µόνο δικό µου, αλλά και όλων, όσοι την συναναστράφηκαν. Δεν θα ήταν καθόλου αδικαιολόγητη και άσκοπη µια αναδροµή στο οδοιπορικό της. Δεν θα ήταν επίσης βαρετά λίγα λόγια συγκίνησης, νοσταλγίας και αναµνήσεων, χωρίς όµως διάθεση παρελθοντολογίας και επιστροφής σε περασµένα, συµφορές και µεγαλεία. Μια κλεφτή µατιά στο παρελθόν δεν βλάπτει, αντιθέτως, καθιστά τα δηµιουργήµατα, ανεξίτηλα και διαχρονικά. Παραµένουν αυτά επίκαιρα, όσο επίκαιρες είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις.
Σίγουρα η µάνα µου, η πληθωρική αυτή προσωπικότητα συµµετέχει σε έναν ύµνο, στο ροµαντισµό και τα χρώµατα µιας εποχής, που πέρασε χρονολογικά, αλλά παραµένει ζωντανή και αναγκαία, όσο ποτέ, συναισθηµατικά.
Μου είναι εξαιρετικά παρήγορο και ελπιδοφόρο, όπου στις µέρες µας, που κυριαρχεί ο τόσο πεζός λόγος και συγχρόνως κυνικός και που όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τα θέµατα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, µπορούν να σταθούν και να επιβληθούν τέτοιες εκδηλώσεις, σαν τη σηµερινή, τόσο αντισυµβατικές, αναφερόµενες σε µια Ελλάδα µε πολιτισµική ταυτότητα. Ελπίζω και σε άλλες παρόµοιες γιορτές, για να µας υπενθυµίζουν, όσα κινδυνεύουµε να ξεχάσουµε.
Ένα βράδυ λοιπόν, γυρνώντας η µάνα µου από την ξωµαχιά της, µε πήρε στην αγκαλιά της, µε χάιδεψε µε τα ροζασµένα δάχτυλά της και άρχισε να µου διηγείται: µικρός εγώ τότε νόµισα, πως µου έλεγε παραµύθι. Λάθος µου όµως. Μου ξετύλιγε τη ζωή της. Όταν ήταν 6 χρονών, οι ορδές των Τούρκων µε πρωτοπαλίκαρα τους «τσέτες», σκόρπαγαν τον όλεθρο στην πατρίδα της, τον Πόντο. Έσφαζαν, βίαζαν, λεηλατούσαν και έκαιγαν τα σπίτια των Ελλήνων. Μέσα σε κείνη την αντάρα χάθηκε ο πατέρας της και παππούς µου ο Πέτρος. Η µάνα της Σοφία «Τσόφα» στα ποντιακά, χήρα πλέον, από µόνη της έπρεπε να φροντίσει τα τέσσερα κοριτσάκια της, την Παρθένα, τη Μαρία, την Ευτέρπη και την Κούλα. Μάζεψε 3-4 µπόγους και όλες µαζί φορτώθηκαν σε έναν αραµπά. Εγκατέλειπαν πλέον την πατρίδα τους αφήνοντας ιερά και όσια, νοικοκυριά και πολιτισµό, µε αγωνία στα πρόσωπα, ρακένδυτες και πεινασµένες, ψάχνοντας κάπου να απαγκιάσουν, να βρουν ένα καταφύγιο.
Από κοντά και ο µάγος του χωριού, που µάντευε τα µελλούµενα «Τσόφα, φεύγετε για την Ελλάδα. Εκεί θα συναντήσετε πολλές δυσκολίες, βάσανα και καταφρόνια. Μην απογοητευτείς όµως «Ας σο ενας το παιδί θα ελέπς πολλά καλά» (δηλ. από το ένα σου παιδί θα δεις πολλά καλά).
Κυνηγηµένες από τους «τσέτες» αποχαιρέτησαν τη «χαµένη» πατρίδα τους και πήραν άθελά τους το δρόµο της προσφυγιάς για να πάνε σε µια νέα πατρίδα, τη µητέρα Ελλάδα, µε την ελπίδα της επιστροφής κάποια µέρα στα πάτρια, που δυστυχώς και µέχρι σήµερα ο επαναπατρισµός των επιζώντων παραµένει άπιαστο όνειρο.
Εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, κυρία Ρεπούση, µε την παρέα σου, άθελά τους, γιατί ήσαν γνήσιοι Έλληνες και δεν ήθελαν να τουρκέψουν και όχι, όπως ισχυρίζεσαι, ότι οι Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας «συνωστίζοντο» να επιβιβαστούν στα πλοία, για αναψυχή και τουρισµό στο Αιγαίο. Ντροπή! Ο ξεριζωµός και ο ξενιτεµός των προσφύγων της Μικράς Ασίας, ήταν γενοκτονία του ελληνικού στοιχείου. Υβριστές και διαστρεβλωτές, πλαστογράφοι και παραχαράκτες της ένδοξης ιστορίας µας είστε, όσοι ωραιοποιείτε τα πραγµατικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.
Κάποια µέρα φτάσανε στην Κάτω Αχαγιά, βρήκαν κατάλυµα στο «αχούρι του Μπούγα» κι από την πρώτη µέρα ξεχύθηκαν για δουλειά. Η γιαγιά, µαµή και γιάτρισσα στην πατρίδα της, συνέχισε τη δουλειά της. Ξεγένναγε τις γυναίκες και γιάτρευε τις πληγές των τραυµατισµένων, µε αλοιφές δικής της παρασκευής, από βότανα. Καταπιανόταν και µε εξαρθρήµατα και κατάγµατα. Γρήγορα έγινε γνωστή στην Αχαγιά και τα γύρω χωριά.
Η κύρια όµως δουλειά της ήταν στα χωράφια, που έπαιρνε µαζί της, τη µάνα µου και την θεία µου την Κούλα. Την Παρθένα και τη Μαρία τις έδωσε υπηρέτριες σε νοικοκυραίους Αχαγιώτες. Από γράµµατα λίγα µάθανε, κάπου στα µισά του Δηµοτικού σταµάτησαν, γιατί έπρεπε να δουλέψουν. Η µάνα µου για µερικά χρόνια δούλεψε στην Πάτρα, στο σταφιδεργοστάσιο του «Μαραγκόπουλου» το πρωί και την υπόλοιπη µέρα υπηρέτρια στο σπίτι του «Λέµη». Με τον πόλεµο του 1940 ξαναγύρισε στην Αχαγιά δουλεύοντας, σαν πλύστρα και παραδουλεύτρα. Τότε, γιαγιά, θείες και µητέρα µου, γίνανε όλες τους µανάδες µου. Ρόλο δασκάλας στα χρόνια της κατοχής ανάλαβε η µάνα µου. Εκείνη µε πρωτοπήγε στον Αη-Γιάννη τον παλιό, ένα στολίδι βυζαντινού ρυθµού, που η σύγχρονη µπουλντόζα τον ισοπέδωσε, για να δώσει χώρο σε δρόµο και πλατεία. Εκεί µέσα µου έδειξε την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και µε έµαθε να προσεύχοµαι και να κάνω το σταυρό µου. Εκεί µέσα, όπως και τα άλλα παιδιά, έκανα κι εγώ «χρυσό δοντάκι». Στον Αη-Γιάννη εκκλησιαζόµουνα µε τη µάνα µου τις Κυριακές, ανταποκρινόµενος στο κάλεσµα της καµπάνας.
Στο σπίτι του «Μαγκαφά» µε µάθαινε την αλφαβήτα και το φεγγαράκι το λαµπρό. Μου µίλαγε επίσης, για το κρυφό σχολειό και τα κατορθώµατα των προγόνων µας, τότε, που ήταν ελεύθεροι αλλά και τότε, που ήσαν σκλάβοι.
Όταν δε ωρίµασα, κατάλαβα, πως Χριστιανισµός και Ελληνισµός πηγαίνουνε αντάµα. Με µύησε στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις που σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα µου.
Δυνατή στα δύσκολα, αλλά και προβληµατισµένη για τα µελλούµενα, µε συµπαραστάτη πάντοτε το Θεό, έβρισκε διέξοδο στα αδιέξοδα. Ποτέ. δεν βαρυγκώµησε και ποτέ δεν καταράστηκε την µοίρα της. Σύµβολα ισχύος της, η σκούπα και η µόστρα µε την πραµάτεια της. Δύο πάσσαλοι, που την στήριξαν και κατάφερε να µε κάνει γιατρό, αλλά και όταν έστησα το ιατρείο µου στην Πάτρα, πάλι η µάνα µου και η γυναίκα µου αυτή τη φορά, οι δύο Κυρίες, που δέσποζαν στο χώρο της δουλειάς µου, ήταν αυτές, οι στύλοι, που µε στήριζαν ηθικά και εργασιακά. Ευτύχισε να µε καµαρώσει. Κατάφερε εκείνο, στο οποίο στοχεύει και επιθυµεί κάθε µάνα, τη δικαίωση των κόπων της.
Πιστή στο Θεό και την Πατρίδα, ήταν ελεήµων, ευγνώµων, ευσεβής, εργατική και ανιδιοτελής. Σεβόταν τον πλησίον της. Διακρινόταν για την εντιµότητα και το ήθος της. Ήταν άνθρωπος του καθήκοντος, του χρέους, της προσφοράς και της θυσίας. Αυτές της οι αρετές γίνανε οι παρακαταθήκες µου. Κάπως έτσι µε αυτές τις ηθικές αξίες πολιτεύτηκα κι εγώ. Μπούσουλας µου τα βιώµατά της. Ζήλευα την ευγένειά της, την υποµονή της και τον τρόπο συµπεριφοράς της. Μεγάλο προτέρηµά της η ειλικρίνεια, γι’ αυτό και την εµπιστεύονταν, όσοι την συναναστρέφονταν. Ήταν όµως και πεισµατάρα, µε την καλή έννοια. Ήταν εκείνη, που έδρασε καταλυτικά στους αφορισµούς του τότε υπουργού οικονοµικών «Να σπουδάσουν µόνο οι πλούσιοι, οι φτωχοί στα σπίτια τους» και δεν θα γινόµουνα γιατρός, αν η µάνα µου δεν εναντιωνόταν στις επιταγές του, που πέσανε σαν κεραυνός την ώρα, που εµείς οι επιτυχόντες, πρωτοετείς φοιτητές πανηγυρίζαµε.
Έτσι παραµερίστηκε η σκέψη της µαταίωσης των σπουδών µου, µε τη διαβεβαίωση της µάνας µου, να δουλέψει ακόµα πιο σκληρά. Η θεία Πρόνοια είχε φροντίσει και το θαύµα έγινε.
Η κοινωνία φόρτωσε το στήθος της µάνας µου µε βαριά, θετικά και αρνητικά παράσηµα. Οι ντόπιοι, στην αρχή την είπανε τουρκάλα και αργότερα τη γλύκαναν προσφωνώντας την, προσφυγίνα. Στην κατοχή, οι ενδεείς την φώναζαν φτωχοµάνα και στο Γυµνάσιο οι γονείς, καθαρίστρια και οι µαθητές µαθητοµάνα. Άλλοι πλύστρα και παραδουλεύτρα. Η αείµνηστη Γιώτα Παπαγγελούτσου, γνωστή στο ευρύ κοινό σαν «Εύα» σε ένα χρονογράφηµά της στην εφηµερίδα της «Πελοπόννησος» την αποκάλεσε γλυκεία αντιφεγγιά.
Επιτρέψτε µου εδώ να κάνω µια παρένθεση: Αισθάνοµαι ιερή υποχρέωση και δηµόσια να ευχαριστήσω τον αείµνηστο σύζυγο της «Εύας», Κωστή Παπαγγελούτσο, ο οποίος µου πρόσφερε σαν στοργικός πατέρας, αµέριστη ηθική βοήθεια, στα πρώτα βήµατα της καριέρας µου.
Εκφράζω την βαθειά µου ευγνωµοσύνη και στους δύο.
Κωστής και Γιώτα Παπαγγελούτσου, υπήρξαν και οι δυό τους, προσωπικότητες κύρους, γνήσιοι άρχοντες, πραγµατικοί αριστοκράτες και ευεργέτες αυτού του τόπου. Άξιοι θαυµασµού, δείγµα γραφής για µίµηση, για την ανθρωπιστική τους προσφορά και την ανεπανάληπτη δηµοσιογραφική τους πένα: Γλαφυρή και τρυφερή, γεµάτη λυρισµό και ροµαντισµό «η στήλη» της Γιώτας. Πύρινη, µεστή, ρεαλιστική και σοφή η αρθρογραφία του Κωστή. Προσέγγιζαν από τη δική τους, ο καθένας, οπτική γωνία, καθηµερινά γεγονότα και επικαιρότητα. Εδώ κλείνει η παρένθεση.
Η µάνα µου ήταν µια πραγµατική ευαίσθητη αρχόντισσα.
Αλλά και η γιαγιά µου και οι θείες µου έφυγαν από αυτήν εδώ τη ζωή, καταξιωµένες και δικαιωµένες, βέβαιες, πως οι ενάρετες πράξεις τους, έχουν καταγραφεί στα ουράνια κιτάπια και τις συντροφεύουν στην αιωνιότητα.
Θέλω να πιστεύω, πως ο µάγος του Πόντου, που αποχαιρετούσε τη γιαγιά µε τα κοριτσάκια της, τότε που εγκατέλειπαν τη «λησµονηµένη» πια πατρίδα, τον Πόντο, βγήκε αληθινός και η µάνα µου ήταν εκείνη, που επαλήθευσε τις προφητείες του. Όντως η µάνα µου ήταν κοµίστρια «πολλών καλών». Εµπόλιασε κι εµένα σε ό,τι ωραίο και ευγενές, τίµιο και ηθικό.
Το «Σπυροπούλειο» πνευµατικό κέντρο και το «σπίτι Αγάπης-Κυρά Ευτέρπη», είναι προσφορά στους Αχαγιώτες, από τις προσφυγίνες. Εγώ απλώς ρευστοποίησα το «κοµπόδεµα» τους. Θα ήµουνα ιερόσυλος ή και σφετεριστής του κόπου και του µόχθου τους, αν τις οικονοµίες τους, τις χρησιµοποιούσα για λογαριασµό µου. Προτίµησα την Αχαγιά, γιατί εδω γεννήθηκα και εδώ αναπαύονται οι προσφιλείς µου.
Όµως και τα δύο έργα ευποιίας αµαυρώθηκαν από επικριτικές κραυγές. Ειπώθηκαν λόγια που απάδουν προς την µνήµη των προσφιλών µου: Για το «Σπυροπούλειο» πνευµατικό κέντρο ειπώθηκε, ότι χτίστηκε µε τα «φακελάκια» του γιατρού. Για δε το «Σπίτι Αγάπης» µε ανώνυµο, ψευδέστατο και συκοφαντικό πρωτοσέλιδο, σε πατρινή εφηµερίδα ...στοχοποιήθηκε ο παπα Αποστόλης.
Ο συντάκτης µε µονόπλευρη ενηµέρωση χωρίς να ψάξει, ως ώφειλε, διέσυρε την προσωπικότητα του παπά µας, που µόνο επαινετικά σχόλια του ταιριάζουν. Περιττό να επισηµάνω πως η κακόβουλη αυτή συµπεριφορά, έτυχε της πλήρους αποδοκιµασίας των Αχαγιωτών, οι οποίοι είναι γνώστες και του ήθους και του έργου του. Αρνούµαι να πάρω θέση και στις δύο υβριστικές αναφορές. Απολογούµαι µόνο στον πνευµατικό µου, για τις αµαρτίες µου και ποτέ για ιταµές και αναληθείς καταγγελίες.
Για µια ακόµη φορά, θέλω από αυτή εδώ τη θέση, να βεβαιώσω, ότι πρόθεσή µου και για τις δύο δωρεές, ήταν να υλοποιήσω την επιθυµία των προσφιλών µου. Ήταν αδήρητη και επιτακτική η ανάγκη για µένα, να µεταγγίσω τους κόπους τους σε έργα αγάπης. Η επιθυµία τους, υπαγορευόταν, από ψυχική γενναιότητα, που σε µένα µετουσιώθηκε σε αναγκαιότητα, ειδικά σήµερα, που ο τόπος µας περνάει δύσκολες µέρες. Οι προθέσεις των αγαπηµένων µου υποδηλούσαν αρχοντιά και λεβεντιά, υψηλό φρόνηµα ανθρωπιάς και σπάνιο ψυχικό µεγαλείο. Ήταν γενναιόδωρες, µακρόθυµες και βίωναν σε πελάγη άδολης αγάπης.
Κοντινές στην δυστυχία και στον πόνο, οι προσφυγίνες µου, πολίτισσες του παραδείσου τώρα, ευεργέτιδες ψυχών, κάπως έτσι βιώνουν στην αιωνιότητα, γαλήνιες και δοξολογούσες τον Δηµιουργό.
Δέσποτα και πνευµατικέ µου πατέρα Γερβάσιε, ευχηθείτε, αυτό το σπίτι της Αγάπης να αρχίσει σύντοµα το έργο προσφοράς. Μέχρι τώρα η εικοσαετής φιλοξενία της εµπερίστατης οικογένειας, µε την ενηλικίωση και αποκατάσταση των παιδιών, νοµίζω πως είναι αρκετή. Από σήµερα και στον αιώνα τον άπαντα, τη σκυτάλη κοινωφελούς σκοπού αναλαµβάνει η τοπική Εκκλησία και καλείται αυτή, ως θεµατοφύλακας, να εφαρµόσει κατά γράµµα τους όρους της δωρεάς, χωρίς να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας και η κοινωνική αποστολή του κτηρίου.
Με την ευκαιρία θέλω ακόµα µια φορά να εκφράσω τις ευχαριστίες µου σε όλους εκείνους που µε δηµοσιεύµατα στον τοπικό και στον πατρινό τύπο, έκαψαν λιβάνι στο θυµιατήρι της µάνας µου, που ακόµα ευωδιάζει, καθώς και σε κείνους, που µε επιστολές τους είχαν κάτι τρυφερό να πουν για τη µορφή της.
Ολονών τα λόγια είναι καταγεγραµµένα στο βιβλιαράκι που µπορείτε να πάρετε φεύγοντας, που προλογίζει ο καταξιωµένος συντοπίτης µας και φίλος µου Παναγιώτης Καράµπελας, πρώην Δήµαρχος Κάτω Αχαϊας, λυκειάρχης και νυν συγγραφέας. Με τον απαράµιλλο µελύριτο λόγο του, το ξεχωριστό λογοτεχνικό ύφος του και το ιδιαίτερο συγγραφικό ταλέντο του, απαθανατίζει την προσωπικότητα της µάνας µου. Σκιαγραφεί το πορτραίτο της, τόσο αληθινά και τόσο πιστά, έτσι όπως την έζησε από κοντά, σαν µαθητής, αλλά και σαν προϊστάµενός της. Ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής της κι έµαθα κι εγώ γεγονότα, που µέχρι σήµερα αγνοούσα.
Ακόµα αναδεύει το χωνευτήρι των αναµνήσεών µου και από κει µέσα ξεπηδούν συναισθήµατα, βιώµατα και θύµισες, που όλα µαζί φτιάχνουν µιά κατάθεση ψυχής. Το βιβλιαράκι αυτό είναι ένα αφιέρωµα «µνήµης, τιµής και ευγνωµοσύνης, σε µια απλή, φτωχή, κάµινο καιόµενη, από ευσέβεια και καλωσύνη, τη µάνα µου.
Στο ίδιο βιβλιαράκι θεώρησα αναγκαίο να περιλάβω και ένα επίκαιρο ποίηµα, του φίλου µου και συµφοιτητή µου, µε το παρωνύµιο «Θωµάς», που υπήρξε καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, που έγραψε για τη µάνα µου. Ο «Θωµάς» στο πόνηµά του «Κάπως έτσι µοιάζει να ’ναι η αγάπη», στο ποίηµά του αυτό, ηρωίδα έχει την Ευτέρπη µου.
Τον ευχαριστώ γι’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...