Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Συνέντευξη του Μητροπολίτη Πατρών τρία χρόνια μετά τον σεισμό του 2008



Α­νυ­πο­λό­γι­στες χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν οι ζη­μιές που υ­πέ­στη­σαν αρ­κε­τοί Ιε­ροί Να­οί της Ιε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Πα­τρών α­πό τον φο­νι­κό σει­σμό της 8ης Ιου­νί­ου 2008.
Ας ση­μειώ­σου­με ό­τι 300 κτή­ρια στην Α­χα­ϊ­α κρί­θη­καν προ­σω­ρι­νώς α­κα­τάλ­λη­λα με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και 16 κτή­ρια δη­μο­σί­ων υ­πη­ρε­σιών ή κοι­νω­φε­λών ι­δρυ­μά­των.
Τρί­α χρό­νια με­τά το πέ­ρα­σμα του Ε­γκέ­λα­δου, ο Σε­βα­σμιώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πα­τρών κ.κ. Χρυ­σό­στο­μος με με­γά­λο πό­νο ψυ­χής α­να­φέ­ρε­ται στα φο­βε­ρά ε­κεί­να γε­γο­νό­τα, στην πνευ­μα­τι­κή και υ­λι­κή στή­ρι­ξη των πλη­γέ­ντων, την μέ­χρι τώ­ρα πο­ρεί­α των έρ­γων
α­πο­κα­τα­στά­σε­ως των ζη­μιών και τα πνευ­μα­τι­κά μη­νύ­μα­τα που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την δο­κι­μα­σί­α αυ­τή που ε­πέ­τρε­ψε ο Θε­ός.
Σε­βα­σμιώ­τα­τε, έ­χουν πε­ρά­σει τρί­α χρό­νια α­πό τον σει­σμό του Ιου­νί­ου 2008. Τί κρατά­τε ζω­η­ρά στη μνή­μη σας α­πό τη φο­βε­ρή ε­κεί­νη στιγ­μή;
Πράγ­μα­τι πέ­ρα­σαν τρί­α χρό­νια. Φαί­νε­ται σαν να ή­ταν χθες η φο­βε­ρή ε­κεί­νη η­μέ­ρα της 8ης Ιου­νί­ου 2008, η ο­ποί­α ά­φη­σε πί­σω της πολ­λές πλη­γές και πό­νο με­γά­λο.
Θρη­νή­σα­με έ­ναν α­δελ­φό μας στην Κά­τω Αχαΐα και εί­δα­με με συ­νο­χή καρ­δί­ας Ιε­ρούς Να­ούς, σπί­τια και κατα­στή­μα­τα στην Πά­τρα, αλ­λά κυ­ρί­ως  στην Δυ­τι­κή Αχαΐα να έ­χουν πά­θει μι­κρές ή με­γά­λες κα­τα­στρο­φές.
Ο Θε­ός ε­πέ­τρε­ψε αυ­τή την με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α. Εί­η το ό­νο­μα Κυ­ρί­ου ευ­λο­γη­μένον.
Εν­θυ­μού­μαι ό­τι ή­μουν στο Ε­πι­σκο­πεί­ο και ε­τοι­μα­ζό­μουν να φύ­γω, προ­κει­μένου να τε­λέ­σω σε έ­ναν να­ό έ­να Βά­πτι­σμα.
Με­τά τον ι­σχυ­ρό σει­σμό, έ­σπευ­σα στον πα­λαιό Να­ό του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου και εν συ­νε­χεί­α στον Νέ­ο, προ­κει­μέ­νου να παρα­κα­λέ­σω τον Ά­γιο για ε­νί­σχυ­ση και δύ­να­μη την φο­βε­ρή ε­κεί­νη ώ­ρα.
Γο­νά­τι­σα και ευ­χα­ρί­στη­σα τον Ά­γιο, που φύ­λα­ξε τους δύ­ο Να­ούς του.
Σε λί­γο η πλα­τεί­α του Α­γί­ου Αν­δρέ­ου γέ­μι­σε α­πό κό­σμο. Ή­ταν ό­λοι φο­βι­σμέ­νοι και προ­σπα­θού­σαν να μά­θουν, αν προ­κλή­θη­καν ζη­μιές.
Πό­τε μά­θα­τε το τί εί­χε συμ­βεί στην Πά­τρα και στις άλ­λες περιο­χές που ποι­μαί­νε­τε;
Έ­μα­θα μέ­σα σε λί­γα λε­πτά τί εί­χε συμ­βεί στην Πά­τρα και στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή.
Έ­φυ­γα α­μέ­σως για τις πλη­γεί­σες πε­ριο­χές. Στα Τσου­καλέ­ι­κα ο Να­ός εί­χε σχε­δόν κα­τα­στρα­φεί. Πολ­λά σπί­τια εί­χαν υ­πο­στεί ζη­μιές.
Μί­λη­σα με τον ιε­ρέ­α και τους κα­τοί­κους, τους ε­νε­ψύ­χω­σα και έ­φυ­γα για την Κάτω Α­χα­ϊ­α. Ε­κεί λυ­πή­θη­κα α­κό­μα πιο πο­λύ.
Έ­νας άν­θρω­πος εί­χε χά­σει τη ζω­ή του. Ο Να­ός του Τι­μί­ου Προ­δρό­μου εί­χε πά­θει πο­λύ με­γά­λες ζη­μιές.
Α­μέ­σως κα­τά­λα­βα ό­τι ο Να­ός ή­το α­δύ­να­το να διορ­θω­θή. Σπί­τια εί­χαν γκρε­μι­σθεί, κα­τα­στή­μα­τα είχαν κα­τα­στρα­φεί, πε­ριου­σί­ες εί­χαν χα­θεί.
Μί­λη­σα με τους αν­θρώ­πους, τους παρη­γό­ρη­σα ό­σο μπο­ρού­σα και στη συ­νέ­χεια συμ­με­τεί­χα στη σύ­σκε­ψη που έ­γι­νε με τις Αρ­χές και τους Φο­ρείς στο Δη­μαρ­χεί­ο, και η ο­ποί­α στη συ­νέ­χεια με­τεφέρ­θη στην έ­δρα της πε­ριο­χής στην Πά­τρα, ό­που ε­πί δύ­ο και πλέ­ον ώ­ρες μι­λή­σαμε για την κα­τά­στα­ση που δη­μιουρ­γή­θη­κε πα­ρου­σί­α του Γε­νι­κού Γραμ­μα­τέ­ως του Υ­ΠΕ­ΧΩ­ΔΕ.
Ή­ξε­ρα ό­τι ο δρό­μος θα ή­ταν μα­κρύς και οι δυ­σκο­λί­ες με­γά­λες. Η κρί­ση αυ­τή χρεια­ζό­ταν σύ­νε­ση, α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και υ­πο­μο­νή.
Εν­θυ­μού­μαι, Σε­βα­σμιώ­τα­τε, ό­τι ε­πι­σκε­φθή­κα­τε ό­λη την πλη­γεί­σα πε­ριο­χή σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή.
Αυ­τό έ­πρε­πε να κά­νω για να στη­ρί­ξω το ποί­μνιό μου που δο­κιμα­ζό­ταν ε­κεί­νες τις δύ­σκο­λες ώ­ρες και του ο­ποί­ου η δο­κι­μα­σί­α θα εί­χε διάρκεια.
Ο Ε­πί­σκο­πος πο­νεί και θλί­βε­ται με­τά του λα­ού του και χαί­ρε­ται με­τά του ποι­μνί­ου του.
Ο πό­νος αυ­τών των αν­θρώ­πων, έ­γι­νε και εί­ναι δι­κός μου στεναγ­μός και α­μέ­σως με­τα­τρά­πη­κε σε υ­πό­σχε­ση στο Θε­ό και στο ποί­μνιό μου ότι θα γί­νη α­γώ­νας, για να ξα­να­χτί­σου­με με τη βο­ή­θεια του Θε­ού ό,τι κα­τα­στράφη­κε.
Βρέ­θη­κα στη Φώ­σται­να, ό­που εί­χε τε­λεί­ως κα­τα­στρα­φεί ο Να­ός των Α­γί­ων Θε­οδώ­ρων, πολ­λά σπί­τια εί­χαν πέ­σει και σε έ­να απ΄ αυ­τά εί­χαν ε­γκλω­βι­σθεί άν­θρω­ποι.
Βο­ή­θη­σα και ε­νε­ψύ­χω­να με την πα­ρου­σί­α μου καθ΄ ό­λην τη διάρ­κεια της ε­πι­χει­ρή­σε­ως α­πε­γκλω­βι­σμού, και ή­μουν σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νώς κο­ντά στους πλη­γέ­ντες.
Πή­γα στην Άρ­λα, στα Ζη­σι­μέ­ι­κα, στο Σα­ντα­μέ­ρι, στη Χα­ραυ­γή, στην Α­γί­α Μα­ρί­να, στον Σκια­δά, στο Ί­σω­μα και σε ό­λα τα χω­ριά που εί­χαν υ­πο­στεί ζη­μιές α­πό το σει­σμό.
Εί­χαν υ­πο­στεί ζη­μιές τα Μο­να­στή­ρια μας και ποια.
Βε­βαί­ως. Πολ­λές ζη­μιές εί­χε υ­πο­στεί η Μο­νή Νο­τε­νών, η Μο­νή Μα­ρί­τσης, η Μο­νή των Α­γί­ων Πά­ντων.
Και τα Μο­να­στή­ρια μας ε­πι­σκέ­φθη­κα και ενε­θάρ­ρυ­να τους Μο­να­χούς και τις Μο­να­χές, διό­τι εί­χαν πο­λύ στε­να­χω­ρη­θεί. Έ­πρε­πε να το­νω­θεί το αν­θρώ­πι­νο φρό­νη­μα και η­θι­κό. Οι ώ­ρες ή­ταν δύ­σκο­λες.
Πώς η Ιε­ρά Μη­τρό­πο­λις Πα­τρών βο­ή­θη­σε στην ό­λη προ­σπά­θεια ανα­συ­γκρο­τή­σε­ως;
Πρέ­πει να σας πω, α) ό­τι πριν α­πό τον σει­σμό εί­χα­με συ­στή­σει την Τε­χνι­κή Υ­πη­ρε­σί­α της Μη­τρο­πό­λε­ώς μας και την εί­χα­με στε­λε­χώ­σει με ικα­νούς αν­θρώ­πους, οι ο­ποί­οι α­μέ­σως ευ­ρέ­θη­σαν στις πλη­γεί­σες πε­ριο­χές κατα­γρά­φο­ντας κυ­ρί­ως τις ζη­μιές που υ­πέ­στη­σαν οι Ιε­ροί Να­οί και εκ­κλη­σια­στι­κά κτή­ρια.
Την δεύ­τε­ρη κιό­λας η­μέ­ρα εί­χα­με πλή­ρη ει­κό­να των ζη­μιών. Η υ­πηρε­σί­α μας αυ­τή ευ­ρί­σκε­το σε συ­νερ­γα­σί­α με τις αρ­μό­διες άλ­λες το­πι­κές υ­πηρε­σί­ες και τους άλ­λους φο­ρείς για τα πε­ραι­τέ­ρω.
β) Συ­νερ­γα­στή­κα­με α­πό την πρώ­τη στιγ­μή με τις το­πι­κές Αρ­χές, Πε­ρι­φέ­ρεια, Νο­μαρ­χί­α, Δη­μάρ­χους, Βου­λευ­τάς κ.λ.π., ώ­στε α­πό κοι­νού να δρα­στη­ριο­ποιού­μεθα, προ­κει­μέ­νου να έ­χου­με κα­λύ­τε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα.
Η συ­νερ­γα­σί­α αυ­τή ή­ταν θαυ­μά­σια και εί­χε α­γα­θά α­πο­τε­λέ­σμα­τα.
γ) Συ­στή­σα­με συ­νερ­γεί­α ε­θε­λο­ντι­σμού, α­πο­τε­λού­με­να α­πό Κλη­ρι­κούς και Λα­ϊκούς για την ε­ξυ­πη­ρέ­τη­ση των πλη­γέ­ντων και για την η­θι­κή και υ­λι­κή στή­ριξή τους.
Ή­μα­σταν συ­νέ­χεια δί­πλα στους αν­θρώ­πους, που δο­κι­μά­στη­καν α­πό τον σει­σμό, εί­τε ευ­ρί­σκο­ντο στο νο­σο­κο­μεί­ο, εί­τε στις σκη­νές.
δ) Συ­νερ­γα­στή­κα­με με το Υ­ΠΕ­ΧΩ­ΔΕ και κά­να­με τις α­να­γκαί­ες ε­νέρ­γειες, ώ­στε να προ­ω­θη­θούν ά­με­σα τα σχε­τι­κά θέ­μα­τα.
Ε­πι­σκέ­φθη­κα προ­σω­πι­κά πολ­λές φο­ρές τους αρ­μο­δί­ους Υ­πουρ­γούς και ε­πέ­μει­να στο θέ­μα ε­πι­χο­ρη­γή­σε­ως των Να­ών και λοι­πών κτι­σμά­των, ώ­στε να ε­πι­τευχθή το κα­λύ­τε­ρο α­πο­τέ­λε­σμα.
Και ε­πε­τεύ­χθη... Δυ­στυ­χώς ό­μως ό­λα στην Ελ­λά­δα προ­χω­ρούν με αρ­γούς ρυθ­μούς με α­πο­τέ­λε­σμα τώ­ρα με­τά α­πό τό­σο διά­στη­μα κάποιοι Να­οί να ει­σπράτ­τουν τις πρώ­τες δό­σεις α­πό τις ε­γκε­κρι­μέ­νες α­πό τις αρ­μό­διες αρ­χές ε­πι­χο­ρη­γή­σεις.
Έ­γρα­φα ε­πι­στο­λές προς τον Πρω­θυ­πουρ­γό, προς τους Υ­πουρ­γούς, Υ­ΠΕ­ΧΩ­ΔΕ, Οικο­νο­μι­κών κ.λ.π. ζη­τώ­ντας να κά­νουν τα δέ­ο­ντα για την α­να­κού­φι­ση των πλη­γέντων και να χα­ρα­κτη­ρι­σθή και να α­ντι­με­τω­πι­σθή ο Νο­μός ως σει­σμό­πλη­κτος.
Και ό,τι άλ­λο ή­το δυ­να­τόν να πρά­ξου­με το ε­πρά­ξα­με και το πράτ­του­με ως Εκ­κλησί­α, ώ­στε να α­πο­κα­τα­στα­θούν πλή­ρως οι Να­οί μας και να εύ­ρουν κου­φι­σμόν πνευ­μα­τι­κόν και υ­λι­κόν οι α­δελ­φοί μας.
Γνω­ρί­ζου­με Σε­βα­σμιώ­τα­τε ό­τι ο με­γά­λος σας πό­νος, μα­ζί με τα άλ­λα ή­ταν ο Να­ός της Πα­ντα­νάσ­σης.
Πράγ­μα­τι έ­τσι εί­ναι. Ο Ιε­ρός και πε­ρί­λα­μπρος Να­ός της Πα­ντα­νάσ­σης, υ­πέ­στη πο­λύ με­γά­λες ζη­μιές. Στην αρ­χή δεν ε­φά­νη το μέ­γε­θος του προ­βλή­μα­τος.
Ό­μως δυ­στυ­χώς τα πράγ­μα­τα ή­ταν δια­φο­ρε­τι­κά. Δεν θα α­να­φερ­θώ σε λε­πτο­μέ­ρειες, διό­τι λί­γο πο­λύ εί­ναι γνω­στές.
Δεν ή­το δυ­να­τόν να τε­λού­νται Ιε­ρές Α­κο­λου­θί­ες στον Να­ό. Έ­τσι με­τά α­πό πολ­λές δυ­σκο­λί­ες κα­τα­σκευά­σα­με στον πα­ρα­κεί­με­νο χώ­ρο το πα­ρεκ­κλή­σιο της Πα­να­γί­ας, ώ­στε να λει­τουρ­γεί και να μη δια­λυ­θεί η ενο­ρί­α.
Αυ­τό ε­βο­ή­θη­σε πο­λύ, διό­τι οι άν­θρω­ποι εί­χαν τον μι­κρό αλ­λά φι­λό­ξενο και πνευ­μα­τι­κά ζε­στό αυ­τό χώ­ρο, τον μι­κρό Να­ό, ώ­στε να ε­πι­τε­λούν τα προς τον Θε­όν κα­θή­κο­ντά τους και να έ­χουν την κοι­νω­νί­α με τους πνευ­μα­τι­κούς Πα­τέ­ρες της ε­νο­ρί­ας, αλ­λά και με­τα­ξύ τους.
Στη συ­νέ­χεια έ­γι­ναν οι α­πα­ραί­τη­τες με­λέ­τες και προ­χω­ρή­σα­με με δι­κά μας χρή­μα­τα, δη­λα­δή χρή­μα­τα του Ιε­ρού Να­ού, στην πρώτη φά­ση ερ­γα­σιών, στην υ­πο­στύ­λω­ση του Να­ού, ώ­στε να δυ­νά­με­θα να τε­λού­με ε­ντός αυ­τού Ιε­ρές Α­κο­λου­θί­ες.
Τώ­ρα θα προ­χω­ρή­σου­με στη δεύ­τε­ρη φά­ση ερ­γα­σιών, την α­πο­κα­τά­στα­ση των ζημιών. Εί­ναι έρ­γο χρο­νο­βό­ρο και α­παι­τεί αρ­κε­τά χρή­μα­τα.
Προ η­με­ρών που ε­πεσκέ­φθη την Πά­τρα ο Υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού κ. Παύ­λος Γε­ρου­λά­νος, ήλ­θε στο γραφεί­ο μου και μι­λή­σα­με ε­κτε­νώς για τον Να­ό της Πα­ντα­νάσ­σης, πα­ρό­ντος και του Πε­ρι­φε­ρειάρ­χου κ. Α­πο­στό­λου Κα­τσι­φά­ρα, του ο­ποί­ου το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι
με­γά­λο για το θέ­μα αυ­τό.
Ε­πί­σης πο­λύ με­γά­λο εί­ναι και το εν­δια­φέ­ρον του κ. Γε­νι­κού Γραμ­μα­τέ­ως της Α­πο­κε­ντρω­μέ­νης Πε­ρι­φε­ρεια­κής Διοί­κη­σης Πε­λο­ποννή­σου, Δυ­τι­κής Ελ­λά­δος και Ιο­νί­ου κ. Τά­σου Α­πο­στο­λο­πού­λου, και ως εκ τούτου πι­στεύ­ω ό­τι θα έ­χου­με κα­λά α­πο­τε­λέ­σμα­τα.
Προ­σεύ­χο­μαι γι’ αυ­τό νύ­κτα και η­μέ­ρα, ώ­στε δια πρε­σβειών της Πα­να­γί­ας μας, να δώ­ση ο Κύ­ριος να φέ­ρω­μεν εις πέ­ρας αυ­τό το με­γά­λο και δύ­σκο­λο έρ­γο.
Ε­πί­σης θέ­λω να ε­πι­ση­μά­νω την βο­ή­θεια του Τ.Α.Σ. και του προ­ϊ­στα­μέ­νου του, ως και ό­λων ό­σοι α­σχο­λή­θη­καν και α­σχο­λού­νται σο­βα­ρά με το αυ­τό το θέ­μα.
Η βοή­θειά τους εί­ναι πο­λύ με­γά­λη και πι­στεύ­ω ό­τι ο Θε­ός θα τους α­μεί­ψει.
Πι­στεύ­ω ό­τι ο σει­σμός και οι δυ­σκο­λί­ες που προ­έ­κυ­ψαν σας έκα­ναν να α­φή­σε­τε πί­σω κά­ποια άλ­λα έρ­γα.
Και αυ­τό εί­ναι α­λη­θές. Δεν μπο­ρού­σα­με να α­φή­σου­με τις πληγές α­πό τον σει­σμό και να προ­χω­ρή­σου­με σε άλ­λα έρ­γα. Ας εί­ναι ό­μως δο­ξα­σμένο το Ό­νο­μα του Θε­ού.
Αυ­τός που ε­πέ­τρε­ψε αυ­τή την δο­κι­μα­σί­α έ­χει τον σκο­πό του και γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά, ό­τι ό­λα τα με­τρά­ει με την α­πέ­ρα­ντη α­γά­πη του, προς το συμ­φέ­ρον μας και διά την
παι­δα­γω­γί­αν μας. Με την βο­ή­θεια του Θε­ού, ό­λα θα γί­νουν.
Πώς θα θέ­λα­τε να ε­πι­σφρα­γί­σε­τε αυ­τή σας την α­να­φο­ρά στο θέμα του σει­σμού του 2008.
Η με­γά­λη αυ­τή, κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­σιν και οι­κο­νο­μί­αν του Θε­ού δοκι­μα­σί­α, μας έ­φε­ρε πιο κο­ντά στο Θε­ό. Οι δυ­σκο­λί­ες μας κά­νουν να συ­νει­δη­τοποι­ή­σου­με την μι­κρό­τη­τά μας και την α­δυ­να­μί­α μας και ό­τι Ε­κεί­νος που μας κρα­τά­ει στα χέ­ρια του εί­ναι ο Ου­ρά­νιος
Πα­τέ­ρας μας. Οι δύ­σκο­λες ώ­ρες εί­ναι με­γά­λη ευ­και­ρί­α, προ­σευ­χής, πε­ρι­συλ­λο­γής και με­τα­νοί­ας.
Η δο­κι­μα­σί­α του σει­σμού, μας έ­κα­νε πιο συ­νε­τούς και πε­ρισ­σό­τε­ρον σο­φούς, μας έ­δε­σε με­τα­ξύ μας πε­ρισ­σό­τε­ρο, ε­τά­ρα­ξε τα λι­μνά­ζο­ντα ύ­δα­τα της ψυ­χής μας.
Εί­μαι σε θέ­ση να γνω­ρί­ζω ό­τι πολ­λοί άν­θρω­ποι, θα μπο­ρού­σα να πω ό­λοι, με­τρούν πλέ­ον την ζω­ή και τα πράγ­μα­τα, με τον πή­χυ του Θε­ού και ό­χι με τα αν­θρώ­πι­να φθαρ­τά και πε­πε­ρα­σμέ­να μέ­τρα.
Δια­πι­στώ­νει κα­νείς ό­τι τα υ­λι­κά α­γαθά  εί­ναι ρευ­στά.
Εύ­κο­λα τα α­πο­κτάς ή αν θέ­λε­τε και δύ­σκο­λα, ό­μως εί­ναι πολύ μα πά­ρα πο­λύ εύ­κο­λο, να τα χά­σεις. Ά­ρα η ευ­τυ­χί­α δεν ευ­ρί­σκε­ται σε αυ­τά, αλλά κο­ντά στο Θε­ό.
Κα­τά τις ώ­ρες αυ­τές και τον και­ρό της δο­κι­μα­σί­ας, δια­πι­στώ­σα­με την δύ­ναμη της Εκ­κλη­σί­ας.
Ο Λα­ός μας την Εκ­κλη­σί­α έ­χει μά­να, α­πα­ντο­χή και ελ­πί­δα. Η Εκκλη­σί­α εί­ναι ο ή­λιος και το φως μέ­σα στο σκο­τά­δι, το βάλ­σα­μο μέ­σα στον πόνο, η πα­ρη­γο­ριά μέ­σα στη θλί­ψη, η σω­τη­ρί­α μέ­σα στην κα­τα­στρο­φή.
Στα χω­ριά μας οι ευ­λο­γη­μέ­νοι  χρι­στια­νοί μας, μού έ­λε­γαν. Δέ­σπο­τα, πρώ­τα να φτιά­ξου­με την Εκ­κλη­σί­α μας και με­τά το σπί­τι μας. Τους ή­κουα με ιε­ρό συ­γκλο­νι­σμό και με δά­κρυα στα μά­τια.
Τους α­γκά­λια­ζα και τους κα­τα­φι­λού­σα  για την πί­στη τους στο Θε­ό και την α­φο­σί­ω­σή τους στην Εκ­κλη­σί­α.
Οι ερ­γα­σί­ες συ­νε­χί­ζο­νται. Γνω­ρί­ζω ό­τι εί­ναι μα­κρύς ο δρό­μος. Θε­με­λιώ­σα­με και­νούρ­γιους Να­ούς, οι ο­ποί­οι ή­δη οι­κο­δο­μού­νται.
Α­πο­κα­τα­στά­θη­καν και συνε­χί­ζου­με να ερ­γα­ζώ­με­θα για την α­πο­κα­τά­στα­ση των άλ­λων, των λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­γω­μέ­νων. Ό­λα με την Χά­ρη του Θε­ού θα γί­νουν.
Ε­κεί­νο που κρα­τά­ω εί­ναι:
Η Χά­ρις του Θε­ού και το μέγα Έ­λε­ός Του, η δύ­να­μη των αν­θρώ­πων, η α­ντο­χή τους στις δο­κι­μα­σί­ες, η α­γά­πη και η ε­νό­τη­τα για να αντιμετωπίζονται οι δυ­σκο­λί­ες και τα με­γά­λα προ­βλήμα­τα και η αυ­το­θυ­σί­α των κα­λών μας Ιε­ρέ­ων.
Ε­πί­σης η συ­νερ­γα­σί­α με τις το­πικές Αρ­χές και τους το­πι­κούς Φο­ρείς για την α­ντι­με­τώ­πι­ση και δια­χεί­ρι­ση των δυ­σκο­λιών που προ­έ­κυ­ψαν α­πό τους σει­σμούς. Δό­ξα τω Θε­ώ πά­ντων έ­νε­κεν!
Πηγή: www.romfea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...