Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ακόμη έρημοι. Χαράματα παραμονής Χριστουγέννων. Ο αγαθός λευΐτης βάδιζε για την εκκλησία του. Ξάφνου, μια μισοσβησμένη φωνή, από τη γωνιά του δρόμου, τον σταματά. Ήταν ένας ρακένδυτος γέρος ζητιάνος, που άπλωνε το ισχνό χέρι του ζητώντας βοήθεια.
Ο παπάς, πατέρας πολυμελούς οικογένειας, του κάκου ψάχνει κα ξαναψάχνει τις τσέπες του. Δεν βρίσκει ούτε πεντάρα. Λυπάται πολύ γι’ αυτό. Τότε, αυθόρμητα, σκύβει στο ζητιάνο, αδράχνει με τα ζεστά, πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού απλωνόταν, το σφίγγει και με φωνή γεμάτη αγάπη και συμπόνια, λέει:
Αδελφέ μου, δε βρίσκω τίποτε να σου δώσω. Θα ξαναπεράσω να σε βρω, σάν θα έχω κάτι για σένα.
Τα ζεστά χέρια του παπά θέρμαναν το παγωμένο χέρι του ζητιάνου. Η απαλή και στοργική φωνή του γλύκανε σαν χάδι τη βασανισμένη καρδιά. Κι ο ζητιάνος τότε, με νέα φωνή, απάντησε:
— Δέσποτα, μούδωσες το παν. Νάξερες πόσα χρόνια είχε να πιάσει ανθρώπινο χέρι το δικό μου!
Ο παπάς, πατέρας πολυμελούς οικογένειας, του κάκου ψάχνει κα ξαναψάχνει τις τσέπες του. Δεν βρίσκει ούτε πεντάρα. Λυπάται πολύ γι’ αυτό. Τότε, αυθόρμητα, σκύβει στο ζητιάνο, αδράχνει με τα ζεστά, πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού απλωνόταν, το σφίγγει και με φωνή γεμάτη αγάπη και συμπόνια, λέει:
Αδελφέ μου, δε βρίσκω τίποτε να σου δώσω. Θα ξαναπεράσω να σε βρω, σάν θα έχω κάτι για σένα.
Τα ζεστά χέρια του παπά θέρμαναν το παγωμένο χέρι του ζητιάνου. Η απαλή και στοργική φωνή του γλύκανε σαν χάδι τη βασανισμένη καρδιά. Κι ο ζητιάνος τότε, με νέα φωνή, απάντησε:
— Δέσποτα, μούδωσες το παν. Νάξερες πόσα χρόνια είχε να πιάσει ανθρώπινο χέρι το δικό μου!
ΠΗΓΗ: «Ο ΟΝΗΣΙΜΟΣ» Σύλλογος Συμπαραστάσεως
Κρατουμένων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου